Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#10] - Επίλογος

Όλα ετούτα, λοιπόν, δεν τα 'γραψα ως εξυπναδιές. Είναι σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό μου καιρό κι αποφάσισα να τις υποβάλλω σε μια στοιχειώδη διάταξη. Κι είπα, ακόμα, να το κάνω δημόσια. Ντροπή δεν είναι. Η προσωπική έκθεση, ουδέποτε μ' έβλαψε πραγματικά, μα ίσα-ίσα ακόμα κι όταν μ' έβλαψε με βοήθησε να γίνω καλύτερος.

Όλα ετούτα, επίσης, δεν αποτελούν «πιστεύω» και «δόγματα», αν εξαιρέσεις δηλαδή τη βαθιά μου απέχθεια προς τη βία. Αποτελούν θέσεις ή εντυπώσεις, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένες, οι οποίες ανέκυψαν μέσα από την παρθενική και συγκρατημένη τριβή μου μ' ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, εκείνο δηλαδή το οποίο συγκέντρωνε ακριβώς την κριτική και τη δράση, που μου φαίνονταν λογικότερα ή ταιριαστά στις περιστάσεις. Αυτά τα βρήκα περισσότερο στον αριστερο-αναρχικό χώρο, στους οποίους οφείλω φυσικά και μια μικρή συγγνώμη, για τις ισοπεδωτικές γενικεύσεις, που γίναν χάριν ευκολίας (και συναισθήματος) και όχι απαραίτητα από αντικειμενική γνώση.

Δυστυχώς, διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι δεξιάς κοπής φιλελεύθεροι (ακόμα και φίλοι μου), δεν είχαν τα φόντα να οραματιστούν κάτι νέο - αν εξαιρέσεις 2-3 άτομα. Ευτυχώς, από την άλλη, καθώς αναγκάστηκα ν' αναζητήσω διέξοδο αλλού. Γνώρισα ένα σωρό νέους ανθρώπους, φίλους, έκανα αμέτρητες συζητήσεις, έκρινα τα πράγματα - όσο μπορούσα - βιωματικά, αντί για μόνο στο κεφάλι μου. Αυτό το τελευταίο, με βοήθησε ν' αλλάξω ρότα σε πολλά, να γίνω άλλος. Με βοήθησε, επιπλέον, να σφραγίσω και την τελική ταφόπλακα, όλης της ανήθικης και ανυπόστατης προπαγάνδας, αυτών που ονομάζουμε «καθεστωτικά μέσα», με άλλα λόγια να απαγκιστρωθώ από σχεδόν ο,τιδήποτε κρεμόταν, ως τότε, στα περίπτερα ή έλαμπε στην τηλεόραση. Οι άνθρωποι δίπλα μου δεν ήταν κουμμούνια, αναρχο-άπλυτοι ή ό,τι άλλο εναλλακτικό, ήταν άνθρωποι. Είχαν τα ίδια μπολιάσματα σε ηλιθιότητα και μαλακία, που 'χει ο μέσος όρος, αλλά πώς να το κάνουμε: ένα μεγάλο μέρος απ' τις αληθινά ευαίσθητες ψυχές, που ξεπεράσαν το καθεστώς της αδράνειας ή του φόβου θα τις συναντήσεις εκεί, να παλεύουν σε τόπο κοινό, συμμετοχικές, παθιασμένες, γήινες.

Όλα ετούτα δεν είναι παρά γνώμες. Οποιοσδήποτε άνθρωπος αναζητά την αλήθεια κι όχι να πείσει, είναι ανοιχτός στην αναθεώρηση - μάλιστα διψάει γι' αυτήν. Δυσανασχετεί κάθε φορά που τελειώνει ένα κείμενο, δίχως να 'χει σε τίποτα διαφωνήσει ή από τίποτα εκπλαγεί. Θαρρεί πως έμεινε απαράλλαχτος με πριν και τούτο δεν το θέλει. Η πειθώ είναι για τους εγωιστές κι όχι για τους κοινούς αγώνες. Ή να το πω κι αλλιώς, υπάρχει μόνο στην παθητική της μορφή: πείθομαι και όχι πείθω. Γιατί δεν είναι κανείς ικανός να πείσει ένα νου ισχυρό και στέρεο, τέτοιος που πρέπει να είναι του ελεύθερα σκεπτόμενου. Μπορεί όμως ελεύθερα να συντασσόμαστε, μ' εκείνο που θα κρίνουμε εμείς ζυγίζοντας τους λόγους των ανθρώπων και τους δικούς μας. Έτσι οι συζητήσεις γίνονται περισσότερο για ν' αποκαλυφθούν οι προθέσεις, οι επιθυμίες και τα βλέμματα των συνανθρώπων μας, ώστε να εμπλουτίζεται το ζύγιασμα της σκέψης μας, από τα νέα δεδομένα.

Κλείνοντας, λοιπόν, συμπυκνώνομαι στα εξής:

1. Αναγνωρίζω στη βία μόνο την αυθόρμητη ή την αμυντική της έκφραση. Αποποιούμαι οποιαδήποτε άλλη μορφή, ως νοσηρή κι εδράζουσα περισσότερο στην ηλιθιότητα των ανθρώπων και την ψυχοπάθεια, παρά σε αντικειμενικές συνθήκες. Δεν κλείνουμε, όμως, τα μάτια και προετοιμαζόμαστε γι' αυτήν, κατ' ανάγκην, αποδεχόμενοι την ελάχιστη αλήθεια, πως υπάρχουμε σ' ένα πολιτικό καθεστώς στηριζόμενο στη βία, παρά στον πολιτισμό και το κοινό ήθος.

2. Λειτουργικά, στεκόμαστε σε νηπιακό στάδιο, ασύνδετοι και ανοργάνωτοι. Τούτο πρέπει να γίνει απ' τα πρώτα μας μελήματα. Στη διαίρεση αυτή μεγάλο ρόλο παίζουν: (α) ο άκρατος εγωισμός και η περιχαράκωση κάθε χώρου, πίσω από δογματικές φλυαρίες, (β) η μισαλλοδοξία κι η απαξίωση οποιασδήποτε άλλης δράσης, παρά η αναζήτηση πιθανών συμμάχων οπουδήποτε και (γ) η ίδια η αλλοτρίωση του καπιταλισμού, η οποία έχει φθείρει τις ψυχές μας εκ των έσω, καθιστώντας τες οκνές, μαλθακές κι επιπλέον όσο ατομικές χρειάζεται, ώστε το κοινωνείν ν' απαιτεί προσπάθεια, αντί ν' αποτελεί ανάσα και τόπο, όπου σαρκώνεται η αληθινή ζωή μας.

3. Η οργάνωση θα πρέπει να έχει πρωταρχικό στόχο όχι το Κράτος καθαυτό, εφόσον: (α) μόνον οι Αναρχικοί επιθυμούν την παντελή του εξάλειψη, άρα μαζικότητης μηδέν και (β) οποιαδήποτε προσέγγιση αυτού του τέρατος, κατά κανόνα, έχει ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση του κατακτητή, παρά την συμμόρφωση του κατακτούμενου. Πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να γίνουν οι εργασιακοί χώροι και η ανάκτηση της φυσικής αναρχικότητας των συνδικάτων, από τα νύχια των επαγγελματιών κοράκων (βλ. συνδικαλιστές κι έτσι). Θα πρέπει οι άνθρωποι να πάψουν, να ζουν κομματιασμένοι κι αντικρουόμενοι εαυτούς. Μαζί μ' αυτό, όμως, έρχεται και ανάληψη διαχειριστικής ευθύνης, αντί για υπαλληλία-μισθουλάκος. Η αφύπνιση των εργαζόμενων θα πρέπει να γίνει όχι για τ' άπιαστα και μακρινά, μα ως εκεί που μπορεί να δει το πολύ πλήθος.

4. Η ενέργεια των ανθρώπων - ψυχική και σωματική - δεν είναι ανεξάντλητη. Ως εκ τούτου, είναι πολύτιμη. Αντι να ξοδεύεται σε ανοησίες (από το ελάχιστο π.χ. 500 πολιτικοί χώροι, να κάνουν 500 συνελεύσεις, για να τυπωθούν 500 φυλλάδια, για να σχολιαστεί (το ίδιο) 1 γεγονός, μέχρι τα μεγαλύτερα π.χ. ολιγόωρες ή μονοήμερες εκπορνεύσεις απεργιών, με τσάμπα έξοδα, τσάμπα κόπο κι αναστάτωση, τελικά τσάμπα μαγκιά), θα πρέπει να επενδύεται στη δημιουργία, στο χτίσιμο και την παραγωγή έργων και κοινωνίας, δομών και σχέσεων. Οι άνθρωποι παλεύουν με περισσότερη λύσσα αν έχουν όντως κάτι να υπερασπιστούν και να μεγαλώσουν.

* * *

Ν' αγαπήσουμε ξανά τους ανθρώπους. Γιατί δεν αγαπάμε, στ' αλήθεια. Όχι μόνο τους αδύναμους. Αυτό είναι εύκολο. Ν' αγαπήσουμε όχι δια καμιάς ρομαντικής φλωριάς, ούτε κανενός χριστιανικού επέκεινα, μα περισσότερο να σεβαστούμε τους ανθρώπους για τις ήττες που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, κάτι που τόσο καλά γνωρίζουμε, όσοι σηκωνόμαστε απ' τις λάσπες. Να σεβαστούμε τους ανυπέρβλητους διχασμούς, που μας επιβάλλει ένας κόσμος δύσκολος, από μόνος του. Πώς να διαχειριστείς το ζώο μέσα σου, το σώμα, τον τρόμο, τη βία, την αρρώστια, τον πόνο, την απώλεια, τα γηρατειά, το θάνατο; Πιάσε τώρα να φόρτωσεις στις πλάτες του ανθρώπου κι όλη την κοινωνία, μέσα στην οποία ζει, και βρες μετά δικαστή που να 'χει τα κότσια να δικάσει, γιατί δεν βάσταξαν του αλλουνού τα πόδια. Το 'χεις εύκολο να δικάσεις, ετούτα τα παιδιά που εκκρεμούν, δια του βούρδουλα, πάνω απ' το Κοράνι και τη Βίβλο, για τον συνειδησιακά ευνουχισμένο ενήλικα, που θα καταλήξουν αργότερα; Το 'χεις για πλάκα να δικάσεις τούτα τα ματοβαμμένα μαυράκια, που γίναν σωστοί ανήλικοι χασάπηδες, μα με το βιασμό και το ναρκωτικό; Τότε, γιατί εύκολα δικάζεις όλες τις μαλθακές κουράδες, που γίναμε εμείς, με το χάμπουργκερ και το ποδόσφαιρο; Πάλεψε μα να ξέρεις τι παλεύεις. Δεν παλεύεις αιμοδιψείς δαίμονες κι επίβουλους εξωγήινους, παλεύεις μιαν όψη του Ανθρώπου κι ενίοτε με τον καθρέφτη σου. Γι' αυτό να παλεύεις δίχως πολλά λόγια, για τον τόπο που προστατεύεις. Δίχως πολλά λόγια - σε αντίθεση με μένα - ώστε να μην εξοστρακίζεσαι στη μαλακία - σε αντίθεση, πάλι, με μένα.

Ετούτος ο φιλελευθερισμός που διέλυσε της κοινωνίες σε άτομα, για να τις ανασυνθέσει ως ζόμπι, άφησε τους ανθρώπους μονάχους. Πόσο πια να παλέψει κανείς μονάχος του; Εκ των πραγμάτων, δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, θέληση, υπομονή, ευφυία. Μαζί με τους άλλους λόγους, είναι ένας ακόμα, για τον οποίο στέκομαστε ευάλωτοι στο φασισμό κι άλλους -ισμούς. Γι' αυτό χρειαζόμαστε ένας τον άλλον. Δίχως το μαζί, δεν υπάρχει αύριο, μ' όποιο χρώμα κι αν θες να το βάψεις. Δεν υπάρχει αληθινή επανάσταση, αν είναι ν' αλλάξουν θέση οι σκλάβοι με τ' αφεντικά. Δεν υπάρχει νέα σκέψη, νέα κοινωνία, νέος κόσμος, αν ήταν μπορετό να οδηγηθούν αύριο στην αγχόνη όλοι οι φασίστες και οι ψυχικά ανέραστοι του κόσμου. Γι' αυτόν τον κόσμο, εγώ δεν έχω τίποτα να δώσω. Ας περάσω έτσι.

Μα είναι σωρό, που σκέφτονται όμοια με μένα και καλύτερα. Το ξέρω, καθώς, τους έχω γνωρίσει. Άνθρωποι μ' εξυπνες καρδιές περισσότερο, παρά με πολύπλοκους εγκεφάλους. Κλείνοντας όλη τη φλυαρία μου αυτή, ας είναι τούτος ο επόμενος στόχος μου: να ξαναβγώ απ' αυτό το καβούκι της αδράνειας και της αμηχανίας και να τους αναζητήσω. Καλή συνέχεια και σε σένα, αναγνώστη, αν δηλαδή έτυχε να ξεστρατίσει κανείς και σε τούτη τη γωνιά της σκεψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου