Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#10] - Επίλογος

Όλα ετούτα, λοιπόν, δεν τα 'γραψα ως εξυπναδιές. Είναι σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό μου καιρό κι αποφάσισα να τις υποβάλλω σε μια στοιχειώδη διάταξη. Κι είπα, ακόμα, να το κάνω δημόσια. Ντροπή δεν είναι. Η προσωπική έκθεση, ουδέποτε μ' έβλαψε πραγματικά, μα ίσα-ίσα ακόμα κι όταν μ' έβλαψε με βοήθησε να γίνω καλύτερος.

Όλα ετούτα, επίσης, δεν αποτελούν «πιστεύω» και «δόγματα», αν εξαιρέσεις δηλαδή τη βαθιά μου απέχθεια προς τη βία. Αποτελούν θέσεις ή εντυπώσεις, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένες, οι οποίες ανέκυψαν μέσα από την παρθενική και συγκρατημένη τριβή μου μ' ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, εκείνο δηλαδή το οποίο συγκέντρωνε ακριβώς την κριτική και τη δράση, που μου φαίνονταν λογικότερα ή ταιριαστά στις περιστάσεις. Αυτά τα βρήκα περισσότερο στον αριστερο-αναρχικό χώρο, στους οποίους οφείλω φυσικά και μια μικρή συγγνώμη, για τις ισοπεδωτικές γενικεύσεις, που γίναν χάριν ευκολίας (και συναισθήματος) και όχι απαραίτητα από αντικειμενική γνώση.

Δυστυχώς, διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι δεξιάς κοπής φιλελεύθεροι (ακόμα και φίλοι μου), δεν είχαν τα φόντα να οραματιστούν κάτι νέο - αν εξαιρέσεις 2-3 άτομα. Ευτυχώς, από την άλλη, καθώς αναγκάστηκα ν' αναζητήσω διέξοδο αλλού. Γνώρισα ένα σωρό νέους ανθρώπους, φίλους, έκανα αμέτρητες συζητήσεις, έκρινα τα πράγματα - όσο μπορούσα - βιωματικά, αντί για μόνο στο κεφάλι μου. Αυτό το τελευταίο, με βοήθησε ν' αλλάξω ρότα σε πολλά, να γίνω άλλος. Με βοήθησε, επιπλέον, να σφραγίσω και την τελική ταφόπλακα, όλης της ανήθικης και ανυπόστατης προπαγάνδας, αυτών που ονομάζουμε «καθεστωτικά μέσα», με άλλα λόγια να απαγκιστρωθώ από σχεδόν ο,τιδήποτε κρεμόταν, ως τότε, στα περίπτερα ή έλαμπε στην τηλεόραση. Οι άνθρωποι δίπλα μου δεν ήταν κουμμούνια, αναρχο-άπλυτοι ή ό,τι άλλο εναλλακτικό, ήταν άνθρωποι. Είχαν τα ίδια μπολιάσματα σε ηλιθιότητα και μαλακία, που 'χει ο μέσος όρος, αλλά πώς να το κάνουμε: ένα μεγάλο μέρος απ' τις αληθινά ευαίσθητες ψυχές, που ξεπεράσαν το καθεστώς της αδράνειας ή του φόβου θα τις συναντήσεις εκεί, να παλεύουν σε τόπο κοινό, συμμετοχικές, παθιασμένες, γήινες.

Όλα ετούτα δεν είναι παρά γνώμες. Οποιοσδήποτε άνθρωπος αναζητά την αλήθεια κι όχι να πείσει, είναι ανοιχτός στην αναθεώρηση - μάλιστα διψάει γι' αυτήν. Δυσανασχετεί κάθε φορά που τελειώνει ένα κείμενο, δίχως να 'χει σε τίποτα διαφωνήσει ή από τίποτα εκπλαγεί. Θαρρεί πως έμεινε απαράλλαχτος με πριν και τούτο δεν το θέλει. Η πειθώ είναι για τους εγωιστές κι όχι για τους κοινούς αγώνες. Ή να το πω κι αλλιώς, υπάρχει μόνο στην παθητική της μορφή: πείθομαι και όχι πείθω. Γιατί δεν είναι κανείς ικανός να πείσει ένα νου ισχυρό και στέρεο, τέτοιος που πρέπει να είναι του ελεύθερα σκεπτόμενου. Μπορεί όμως ελεύθερα να συντασσόμαστε, μ' εκείνο που θα κρίνουμε εμείς ζυγίζοντας τους λόγους των ανθρώπων και τους δικούς μας. Έτσι οι συζητήσεις γίνονται περισσότερο για ν' αποκαλυφθούν οι προθέσεις, οι επιθυμίες και τα βλέμματα των συνανθρώπων μας, ώστε να εμπλουτίζεται το ζύγιασμα της σκέψης μας, από τα νέα δεδομένα.

Κλείνοντας, λοιπόν, συμπυκνώνομαι στα εξής:

1. Αναγνωρίζω στη βία μόνο την αυθόρμητη ή την αμυντική της έκφραση. Αποποιούμαι οποιαδήποτε άλλη μορφή, ως νοσηρή κι εδράζουσα περισσότερο στην ηλιθιότητα των ανθρώπων και την ψυχοπάθεια, παρά σε αντικειμενικές συνθήκες. Δεν κλείνουμε, όμως, τα μάτια και προετοιμαζόμαστε γι' αυτήν, κατ' ανάγκην, αποδεχόμενοι την ελάχιστη αλήθεια, πως υπάρχουμε σ' ένα πολιτικό καθεστώς στηριζόμενο στη βία, παρά στον πολιτισμό και το κοινό ήθος.

2. Λειτουργικά, στεκόμαστε σε νηπιακό στάδιο, ασύνδετοι και ανοργάνωτοι. Τούτο πρέπει να γίνει απ' τα πρώτα μας μελήματα. Στη διαίρεση αυτή μεγάλο ρόλο παίζουν: (α) ο άκρατος εγωισμός και η περιχαράκωση κάθε χώρου, πίσω από δογματικές φλυαρίες, (β) η μισαλλοδοξία κι η απαξίωση οποιασδήποτε άλλης δράσης, παρά η αναζήτηση πιθανών συμμάχων οπουδήποτε και (γ) η ίδια η αλλοτρίωση του καπιταλισμού, η οποία έχει φθείρει τις ψυχές μας εκ των έσω, καθιστώντας τες οκνές, μαλθακές κι επιπλέον όσο ατομικές χρειάζεται, ώστε το κοινωνείν ν' απαιτεί προσπάθεια, αντί ν' αποτελεί ανάσα και τόπο, όπου σαρκώνεται η αληθινή ζωή μας.

3. Η οργάνωση θα πρέπει να έχει πρωταρχικό στόχο όχι το Κράτος καθαυτό, εφόσον: (α) μόνον οι Αναρχικοί επιθυμούν την παντελή του εξάλειψη, άρα μαζικότητης μηδέν και (β) οποιαδήποτε προσέγγιση αυτού του τέρατος, κατά κανόνα, έχει ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση του κατακτητή, παρά την συμμόρφωση του κατακτούμενου. Πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να γίνουν οι εργασιακοί χώροι και η ανάκτηση της φυσικής αναρχικότητας των συνδικάτων, από τα νύχια των επαγγελματιών κοράκων (βλ. συνδικαλιστές κι έτσι). Θα πρέπει οι άνθρωποι να πάψουν, να ζουν κομματιασμένοι κι αντικρουόμενοι εαυτούς. Μαζί μ' αυτό, όμως, έρχεται και ανάληψη διαχειριστικής ευθύνης, αντί για υπαλληλία-μισθουλάκος. Η αφύπνιση των εργαζόμενων θα πρέπει να γίνει όχι για τ' άπιαστα και μακρινά, μα ως εκεί που μπορεί να δει το πολύ πλήθος.

4. Η ενέργεια των ανθρώπων - ψυχική και σωματική - δεν είναι ανεξάντλητη. Ως εκ τούτου, είναι πολύτιμη. Αντι να ξοδεύεται σε ανοησίες (από το ελάχιστο π.χ. 500 πολιτικοί χώροι, να κάνουν 500 συνελεύσεις, για να τυπωθούν 500 φυλλάδια, για να σχολιαστεί (το ίδιο) 1 γεγονός, μέχρι τα μεγαλύτερα π.χ. ολιγόωρες ή μονοήμερες εκπορνεύσεις απεργιών, με τσάμπα έξοδα, τσάμπα κόπο κι αναστάτωση, τελικά τσάμπα μαγκιά), θα πρέπει να επενδύεται στη δημιουργία, στο χτίσιμο και την παραγωγή έργων και κοινωνίας, δομών και σχέσεων. Οι άνθρωποι παλεύουν με περισσότερη λύσσα αν έχουν όντως κάτι να υπερασπιστούν και να μεγαλώσουν.

* * *

Ν' αγαπήσουμε ξανά τους ανθρώπους. Γιατί δεν αγαπάμε, στ' αλήθεια. Όχι μόνο τους αδύναμους. Αυτό είναι εύκολο. Ν' αγαπήσουμε όχι δια καμιάς ρομαντικής φλωριάς, ούτε κανενός χριστιανικού επέκεινα, μα περισσότερο να σεβαστούμε τους ανθρώπους για τις ήττες που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, κάτι που τόσο καλά γνωρίζουμε, όσοι σηκωνόμαστε απ' τις λάσπες. Να σεβαστούμε τους ανυπέρβλητους διχασμούς, που μας επιβάλλει ένας κόσμος δύσκολος, από μόνος του. Πώς να διαχειριστείς το ζώο μέσα σου, το σώμα, τον τρόμο, τη βία, την αρρώστια, τον πόνο, την απώλεια, τα γηρατειά, το θάνατο; Πιάσε τώρα να φόρτωσεις στις πλάτες του ανθρώπου κι όλη την κοινωνία, μέσα στην οποία ζει, και βρες μετά δικαστή που να 'χει τα κότσια να δικάσει, γιατί δεν βάσταξαν του αλλουνού τα πόδια. Το 'χεις εύκολο να δικάσεις, ετούτα τα παιδιά που εκκρεμούν, δια του βούρδουλα, πάνω απ' το Κοράνι και τη Βίβλο, για τον συνειδησιακά ευνουχισμένο ενήλικα, που θα καταλήξουν αργότερα; Το 'χεις για πλάκα να δικάσεις τούτα τα ματοβαμμένα μαυράκια, που γίναν σωστοί ανήλικοι χασάπηδες, μα με το βιασμό και το ναρκωτικό; Τότε, γιατί εύκολα δικάζεις όλες τις μαλθακές κουράδες, που γίναμε εμείς, με το χάμπουργκερ και το ποδόσφαιρο; Πάλεψε μα να ξέρεις τι παλεύεις. Δεν παλεύεις αιμοδιψείς δαίμονες κι επίβουλους εξωγήινους, παλεύεις μιαν όψη του Ανθρώπου κι ενίοτε με τον καθρέφτη σου. Γι' αυτό να παλεύεις δίχως πολλά λόγια, για τον τόπο που προστατεύεις. Δίχως πολλά λόγια - σε αντίθεση με μένα - ώστε να μην εξοστρακίζεσαι στη μαλακία - σε αντίθεση, πάλι, με μένα.

Ετούτος ο φιλελευθερισμός που διέλυσε της κοινωνίες σε άτομα, για να τις ανασυνθέσει ως ζόμπι, άφησε τους ανθρώπους μονάχους. Πόσο πια να παλέψει κανείς μονάχος του; Εκ των πραγμάτων, δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, θέληση, υπομονή, ευφυία. Μαζί με τους άλλους λόγους, είναι ένας ακόμα, για τον οποίο στέκομαστε ευάλωτοι στο φασισμό κι άλλους -ισμούς. Γι' αυτό χρειαζόμαστε ένας τον άλλον. Δίχως το μαζί, δεν υπάρχει αύριο, μ' όποιο χρώμα κι αν θες να το βάψεις. Δεν υπάρχει αληθινή επανάσταση, αν είναι ν' αλλάξουν θέση οι σκλάβοι με τ' αφεντικά. Δεν υπάρχει νέα σκέψη, νέα κοινωνία, νέος κόσμος, αν ήταν μπορετό να οδηγηθούν αύριο στην αγχόνη όλοι οι φασίστες και οι ψυχικά ανέραστοι του κόσμου. Γι' αυτόν τον κόσμο, εγώ δεν έχω τίποτα να δώσω. Ας περάσω έτσι.

Μα είναι σωρό, που σκέφτονται όμοια με μένα και καλύτερα. Το ξέρω, καθώς, τους έχω γνωρίσει. Άνθρωποι μ' εξυπνες καρδιές περισσότερο, παρά με πολύπλοκους εγκεφάλους. Κλείνοντας όλη τη φλυαρία μου αυτή, ας είναι τούτος ο επόμενος στόχος μου: να ξαναβγώ απ' αυτό το καβούκι της αδράνειας και της αμηχανίας και να τους αναζητήσω. Καλή συνέχεια και σε σένα, αναγνώστη, αν δηλαδή έτυχε να ξεστρατίσει κανείς και σε τούτη τη γωνιά της σκεψης.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#09]

3. Ολοκληρωτισμός και μισαλλοδοξία

Αν πιάσει κανείς να μιλά για πολιτική με τους ανθρώπους, σύντομα θα καταλάβει πως, ακόμα κι αν οι ίδιοι απεχθάνονται τον ολοκληρωτισμό, οι αντιλήψεις τους είναι ξεκάθαρα ολοκληρωτικές. Ο καθένας έχει την άποψη και την ιδέα του, μα ζητά να εφαρμοστούν επί ολόκληρης της κοινωνίας. Θαρρεί την ιδέα του για σπορά ζωτικής σημασίας, πυρήνα της θεμελιωδέστερης λύσης. Θαρρεί πως η κοινωνία δε νιώθει και δεν καταλαβαίνει, πως στέκει τυφλή στο εκτυφλωτικό φως του οποίου είναι μύστης και μυσταγωγός ή ό,τι άλλο. Στην τελική, κάθε επιμέρους ομάδα, ονειρεύεται μια κοινωνία στα μέτρα και στα χρώματά της κι είναι καχύποπτη προς την πολυχρωμία.

Ας πούμε, οι Αριστεροί θέλουν μια αριστερή κοινωνία, όχι με την έννοια να φτιαχτεί μια κοινωνία των Αριστερών, μα η κοινωνία σύμπασα να υποταχθεί στα αριστερά ιδεώδη. Μάλιστα, λέγαν και τούτο παλαιότερα, πως δηλαδή η Κομμουνιστική Επανάσταση ήταν καταδικασμένη, στο βαθμό που απέτυχε να εγκατασταθεί όμοια στα γύρω έθνη. Η επιτυχία της επανάστασης, δηλαδή, στηριζόταν στην επέκταση και παγκοσμιοποίηση, δηλαδή στην παντοκρατορία της. Από την άλλη, Αναρχικοί και λοιποί «αντι», αν αφήσεις τις αμπελοφιλοσοφίες στην άκρη και σταθείς στα απλά και καθημερινά τους οράματα, δε ζητούν και τίποτα διαφορετικό. Ζητούν κι αυτοί μια κοινωνία αναρχική, στο σύνολό της, παρά μια κοινωνία των Αναρχικών. Ζητούν την καταστροφή του Κράτους, μα θα 'πρεπε να ζητούν περισσότερο την ανεξαρτητοποίηση των ίδιων απ' το Κράτος και ν' αφήσουν την υπόλοιπη κοινωνία ν' αποφασίσει κατά πώς γουστάρει. Ούτ' όλοι μισούν το Κράτος, ούτ' όλοι το θεωρούν βασικό υπαίτιο της δυστυχίας τους. Τι να κάνουμε τώρα; Να τους δείρουμε; Άμα ρωτήσεις ένα γύρω, μια χαρά είναι οι πολλοί στην ησυχία τους. Σου λένε: εγώ θέλω να δουλεύω 8 με 4 και μετά ν' αράζω σπίτι, όχι να τρέχω σε συνελεύσεις και στην Πνύκα. Τι θα γινότανε λοιπόν μεθαύριο, αν χαριζόταν στους αναρχικούς μια νίκη; Θα επέβαλαν μια ακρατική κοινωνία ή θα επέτρεπαν σ' όσους γουστάρουν να 'χουν το κράτος τους; Θα σου έλεγαν, βέβαια, ότι οι αναρχικοί δεν επιβάλλουν και τα σχετικά, αλλά μια χαρά τους βλέπω να προβαίνουν σε απαλλοτριώσεις άμα έχουν ανάγκες και στο όνομα μια κοινωνίας, που ουδέποτε ρωτήθηκε. Και μια χαρά κάνουν, αλλά υπογραφή να βάζουν τη δική τους κι όχι της κοινωνίας.

Δεν παίρνει να τους ικανοποιήσεις όλους, που να χτυπάς την κεφαλή σου στων αιώνα των αιώνων. Από την άλλη τι; να πιάσεις την αφαίρεση; Άμα πιάσεις ν' αφαιρείς ό,τι ξυνίζει στον ένα κι ό,τι βρωμάει στον άλλο π.χ. φασίστες, δεξιούς, νοικοκυραίους, εμπόρους, έχοντες, πατριώτες, θρήσκους και δε συμμαζεύεται (τα προηγούμενα αλληλοκαλύπτονται, σε κάποιο βαθμό) η μισή κοινωνία, πλάκα-πλάκα, θα έμενε στην απ' έξω.

Για δεξιούς, φασίστες κι επαμφοτερίζοντες  δε θα χάσω τσάμπα λόγια: τον ολοκληρωτισμό της φιλελεύθερης φιλοσοφίας τον βιώνουμε στο πετσί μας, σχεδόν, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Απ' αυτό το φρούτο, 'νταξει, χορτάσαμε. Εκτός κι αν νομίσει κανείς ότι ο πασοκικός πολιτισμός, που σάρωσε τη χώρα μας, ήταν στ' αλήθεια σοσιαλιστικός.

Λέω, λοιπόν, εδώ ότι παρά να παλεύει ο καθένας για τα ηνία της διακυβέρνησης, ας πιάσει πρώτα να δομήσει μια μικρο-κοινωνία όπως την οραματίζεται, στο βαθμό που είναι εφικτό, στην κλίμακα που είναι δυνατό και σε χρόνο παρόντα. Έτσι θ' αναγκάζεται να δίνει τις συγκρούσεις, που του επιβάλλει ετούτη η νέα του, μα πραγματική στάση, απ' το να οραματίζεται τις μάχες που 'ναι να δωθούν στην ιδεατή επανάσταση του τέλους της Ιστορίας. Οι αναρχικές κολεκτίβες - θαρρώ, μ' όλη την ξινίλα και την κριτική μου - είναι σήμερα οι μόνες πολιτικές οντότητες, που πλησιάζουν σε τούτο το ήθος. Σε πιο πρακτικό εργασιακό καθεστώς, φαντάζομαι, παλεύουν οι διάφοροι συνεταιρισμοί, που ανακάστηκαν να στριμωχθούν στο στενό νομικό πλαίσιο των αστικών συνεταιρισμών κι απ' τα πιο γνωστά παραδείγματα, επίσης, η ΒΙΟ.ΜΕ. Οι αστικοί συνεταιρισμοί, ωστόσο, δεν κρύβουν την παραμικρή διάθεση να συγκρουστούν με κανένα καθεστώς. Στήνουν την εναλλακτική τους διάθεση, μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, δηλαδή με όρια σαφώς προδιαγεγραμμένα. Έτσι, δεν υπάρχει κανένας φόβος να κάνουν τη διαφορά και κάθε εγχείρηματα μοιάζει καταδικασμένο.

Οι περισσότεροι θα σου πουν, πως τούτο εδώ, να συντηρήσει δηλαδή κανείς μια τέτοια μικρο-κοινωνία, δεν είναι παρά μεγάλες προσδοκίες και πόθοι ευσεβείς. Το Σύστημα έχει προβλέψει τα πάντα και σε κάθε σου βήμα θα το βρίσκεις αντιμέτωπο.

Η απάντησή μου είναι ξεκάθαρη: μακάρι να 'ταν το Σύστημα, μόνο, το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, είμαστε οργανωτικά παντελώς αδαείς και ηλίθιοι. Ανίκανοι να στήσουμε ένα μηχανισμό της προκοπής, ένα μηχανισμό μιας στοιχειώδους λειτουργικότητας και έκτασης. Στην πράξη, δεν υπάρχει ούτε μια οργάνωση με σοβαρή... οργάνωση. Αν υπήρχε έστω και μία πολιτική ομάδα με την οργάνωση και την πειθαρχία μιας κοινής πολυεθνικής θα σάρωνε και τα βρακιά μας. Μπαίνοντας π.χ. σ' ένα ΙΚΕΑ κι αν αφήσεις την πολιτική κριτική στην άκρη,  δε μπορείς παρά να θαυμάσεις το μέγεθος και την αποδοτικότητα ενός παρόμοιου εγχειρήματος. Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, πρώτα τη σοβαρή οργάνωση - κι όχι να ψάχνουμε παρασκευή βράδυ ποιος θα μοιράσει φυλλάδια την επομένη - κι αν πάλι αποτύχουμε, τότε ας είναι, ρίχνουμε και μία επανάσταση να δέσει η μπεσαμέλ.

Και ειρωνεύομαι δικαιότατα: αντί να βλέπουμε το βαθμό ανικανότητας για μια συνεννόηση της προκοπής, στο σήμερα, ονειρευόμαστε λειτουργικές μετ-επαναστατικές κοινωνίες. Να μας κλαίνε οι ρέγγες, δηλαδή. Άμα έχει κανείς τα εφόδια, τη βούληση, την ικανότητα και τη δυναμική, γιατί δεν τα βάζει σήμερα στην πράξη; Έλα μου ντε. Η ερώτηση είναι καθαρά ρητορική. Από την άλλη, αν η ζωή και η δράση σου γίνουν ζωντανά παράδειγματα των ιδεών και του ήθους σου (κάτι που δεν είναι ελπίδα να εκδηλωθεί, όσο εξακολουθεί ο εργασιακός διχασμός, για τον οποίο μίλησα νωρίτερα), ίσως φτάσεις να γίνεις πυρήνας έλξης και αρχή μαζικότητας. Κι αν, κάποτε, τα πράγματα πάνε κατευχήν κι επιτευχθεί μάζα κρίσιμη, οι δυναμικές αυτές ομάδες, πλέον καλά οργανωμένες και πολυπληθείς, θα μπορούν ν' ασκούν πολιτική πίεση και να διαμορφώνουν το υπάρχον καθεστώς, με τρόπους απροσπέλαστους στην προ-οικονομία. Όμως, ούτε παίκτες είμαστε, ούτε τάβλι ξέρουμε. Το μόνο που ξέρουμε είναι να ωρυόμαστε και να βροντάμε τα πούλια στον αέρα - στη θέα μάλιστα μιας ήττας, που είναι ξεκάθαρα όλη δική μας.

Προς το παρόν, μιζέρια. Βλέπεις, για παράδειγμα, το κομμουνιστικό ή άλλο αριστερό κόμμα να οργανώνει επιχειρήσεις με φιλοσοφία διαφορετική απ' την καπιταλιστική ή να πίεσαν ποτέ πολιτικά, ώστε να θεσμοθετηθεί ένα μικρό εμβαδόν αυτονομίας; Βλέπεις μήπως στο αντίπαλο δέος, τους πατριώτες και τους εθνικόφρονες ν' αγαπούν την ελληνική γλώσσα, τη σκέψη, τη φιλοξενία, τη μετοχικότητα, το ευ αγωνίζεσθαι ή ό,τι άλλη αρετή είθισται ν' αποδίδεται σ' αυτή την ασυναρτησία, που καλούμε ελληνικότητα; Βλέπεις μήπως τους Αναρχικούς να δημιουργούν κολεκτίβες σοβαρές, με διάθεση απαγκίστρωσης απ' την κρατική μέγγενη, ειδικά σήμερα που η τεχνολογία και το διαδίκτυο θα έδινε τη δυνατότητα ν' απαλλοτριώσεις ένα μικρό χωριό και να του δώσεις ζωή απ' το μηδέν, μ' εναλλακτικές τεχνολογίες, παραγωγή κι εθελοντισμό που να πιάνει τόπο; Βλέπει, τέλος πάντων, κανείς κανέναν άλλο να χτίζει κάτι της προκοπής, κάτι που να πατά στην κοινωνία ετούτη κι όχι στους κήπους της Εδέμ; Κι έπειτα να παλέψει για δαύτο, να το κρατήσει ζωντανό, κόντρα στο Σύστημα και την καταστολή, που πιθανότατα επιχειρήσει το τελευταίο;

Απ' την άλλη, πάλι, υπάρχει ένα απίστευτο πλήθος ανθρώπων που, μέσα στα πλαίσια πάντα του Συστήματος, παλεύει όπως καταλαβαίνει, οργανώνεται όσο μπορεί, θυσιάζεται όσο αντέχει, για ένα σωρό στόχους, οι οποίοι θα προκαλούσαν φυσικά αποστροφή στους καθαρόαιμους επαναστατικούς κύκλους, μόνο και μόνο γιατ' είναι «συστημικοί». Δεν υπάρχει, όμως, κανένας απολύτως λόγος να υποτιμήσω π.χ. τη «φιλανθρωπία» μιας αγνής καρδιάς της εκκλησίας, που ξημεροβραδιάζεται στην παροχή συσσιτίων (ή ό,τι άλλο), σε σχέση με την «κοινωνική» προσφορά μιας αγνής αναρχικής κουζίνας. Απ' την άγονη πολιτική της δεύτερης δε μπολιάζεται τίποτα, μ' απ' την αγνή προσφορά της ο κόσμος όλος. Αν αφήσεις το πολιτικό - με τη στενή του έννοια, της συνήθειας και της ιδεολογίας - αυτό που μένει δεν είναι ούτε μηδενικό, ούτε ασήμαντο, μα καθαρό σα κρυστάλλινο νάμα. Αυτό που μένει στο τέλος της ημέρας, ως ήθος, είναι η προσφορά του εαυτού κι όλα τα υπόλοιπα τ' ακούω βερεσέ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, δυο τέτοιες καρδιές να μη φτιάξουνε κοινό μέτωπο, στο μήκος ή το πλάτος, που συνταιριάζουν. Μήτε ο αναρχικός χρειάζεται να παρατήσει το γλιφιτζούρι της αθεΐας του, μήτε ο θρησκευάμενος απειλείται με καμια ρετσινιά του Καίσαρος. Η αποστροφή του αριστερού χώρου προς τη θρησκευτική μαφία των παπάδων, δεν έχει καμία απολύτως σχέση - ούτε φυσικά επιχειρήματα - κατά οποιασδήποτε πίστης καθαυτής. Η αθεΐα τους είναι κούφιο γράμμα και νεκρή παράδοση. Την κουβαλάνε από στείρο συντηρητισμό, μόνο και μόνο, επειδή έτσι κάνανε πάντα οι αριστεροί, επειδή το 'πε ο Μαρξ ή το 'χε τατουάζ ο Λένιν στον ποπό του, αντί να βάλουν το μυαλό τους κάτω και να κρίνουν πόσο άσχετο είναι το ένα θέμα με το άλλο.

Πιάνουμε και ρίχνουμε όλο το βάρος σ' αιτίες χωρισμού, παρά σε αφορμές ενότητας. Ως εκ τούτου, καταντούμε ζωολογικός κήπος από χωριστά όργανα, καθένα λειτουργικό από μόνο του in vitro, παρά ολάκερος ζωντανός οργανισμός, ακέραιο και πλήρες πολιτικό σώμα που ανασαίνει βαθιά και πάλλεται από επιθυμία και δύναμη ν' ανθίσει.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#08]

2. Με το 'να πόδι στον τάφο

Ζούμε ζωές κυριολεκτικά διχασμένες. Ο σουρεαλισμός των βίων μας θα 'στελνε ως και το Νταλί στ' αζήτητα της Τέχνης. Το πρωί, λέει ο άλλος, εργάζεται υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία και το βράδυ είναι αναρχικός και προετοιμάζει τον αγώνα! Καθίστε παιδιά, μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε!! Το ανέκδοτο, εδώ, δεν είναι που καθένας παλεύει να επιβιώσει μέσα σε μια εργασιακή ζούγκλα, μ' όποιον τρόπο μπορεί. Οι ανάγκες κι οι λογαριασμοί πιέζουν επιτακτικότερα, από την Επανάσταση και τη Δευτέρα Παρουσία. Θα ήμουν εξαιρετικά αλαζόνας, αν τολμούσα να γελάσω μ' αυτό. Γελώ, ωστόσο, με την αυταπάτη, να νομίζει κανείς ότι μπορεί να παλεύει μόνον ο μισός και να 'ναι τούτο κάτι. Να νομίζει κάποιος ότι μπορεί να παλεύει μακριά απ' τον εργασιακό του χώρο, στο υπερπέραν και στο κάπου-κάπου, και να φέρνει ανατροπές κι αγωνιστικά κέρδη. Να είναι σκλάβος το πρωί, μα το βράδυ να 'χει χόμπι - στον ελεύθερο χρόνο, που του επιτρέπει ο αφέντης - να ζωγραφίζει συνθήματα και να κυνηγάει φασίστες στα στενά. Είπα ένα παράδειγμα απ' τα πολλά, που δεν περιορίζονται σε πολιτική απόχρωση, για να μην το πάρει κανάς αναρχικός της μετρητοίς.

Να δουλεύεις μόνο τον άλλον, δεν κάνεις και μεγάλη ζημιά. Να δουλεύεις όμως τον εαυτό σου, στερεί από τη δυναμική των κινητοποιήσεων την μαζικότητα, την οργάνωση και την κατευθύνση, που έχουμε αληθινά ανάγκη. Μου στερείς ένα σύντροφο κι ένα συμπολεμιστή στα τείχη, όπου δίνονται οι μάχες οι πραγματικές, αντί για κοκορομαχίες στις μάντρες και τις ξερολιθιές. Α δε μπορείς αλλιώς, μη λες τότε πως είσαι αναρχικός, αριστερός, αγωνιστής κι ό,τι άλλο βάνει ο νους σου. Τούτα δεν είναι ούτε επαγγέλματα, όπως λες είμαι υδραυλικός ή καρεκλάς, ούτε καμιά πάθηση, να λες είμαι συναχωμένος ή παραπληγικός. Ο αγωνιστής δεν είναι αγωνιστής, παρά μόνο αν πράττει αγωνιστικά, αν η ζωή του είναι αγωνιστική. Δεν είναι αγωνιστής 7-9 μ.μ. , αλλιώς αφήστε μήνυμα. Αυτά τα ντεμί και τα κομσί-κομσά, εμένα προσωπικά, δε μου κάθονται καλά ούτε στο νού, ούτε στον οισοφάγο. Εγώ, ας πούμε, δεν είμαι πολιτικός αγωνιστής. Ουτ' όμως πείθω τον εαυτό μου πως είμαι. Ή πως θα ΄μουν, αν δε μου φταίγανε οι άλλοι, που 'ναι κουτσοί, κοντοί κι αλλήθωροι.

Αν μιλώντας λίγο συμβατικά, θεωρήσουμε πως οι εχθροί μας είναι οι δυνατοί και οι δυνατοί εκφράζονται με τρόπο οικονομικό, τότε πού αλλού χρειάζεται να φτιάξουμε το κυριότερο μέτωπο, παρά στους χώρους της εργασίας, εκεί δηλαδή όπου το οικονομικό πραγματώνεται στις πλάτες μας; Όσο λουφάζουμε στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, όσο είμαστε τα καλά παιδιά, όσο μιλάμε σιγά στους διαδρόμους και καθόλου στο γραφείο του διευθυντή, μην περιμένουμε και πολλά επί των ημερών μας. Χαιρετίσματα. Όσο παραμένουμε διαιρεμένοι, όσο παραμένουμε συνδικαλιστικά ανοργάνωτοι, τόσο οι πολυπληθείς πορείες μας θα είναι πορείες για τον πούτσο, θ' αποτελούνται από χιλιάδες μεμονωμένες ατομικότητες, άτομα που στην πράξη και στα δύσκολα θα είναι πάντα μόνα τους. Μιλώ για τον άνθρωπο, που στο δρόμο της απεργίας θα μετράει τους συντρόφους σε ντουζίνες, μα την επομένη της απόλυσης, στο δρόμο της ανεργίας, ζήτημα να πάρει σουβενίρ δυο-τρία φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Τα πολιτικά προβλήματα, ωστόσο, δε λύνονται με δανεικά των φίλων, ούτε με κερασμένους καφέδες.

Υπάρχει, φυσικά, και μια κακή μεριά της συνδικαλιστικής δράσης (καλά, να 'τανε μόνο μία), η οποία σαν κακομαθημένο νιάνιαρο παρεμποδίζει την παραγωγή ή σηκώνει μπαϊράκια με το παραμικρό, ακόμα και σε βιομηχανίες με στοιχειώδη αξιοπρέπεια (κι εννοώ φυσικά με όση αξιοπρέπεια μπορεί να επιτρέπει μια καπιταλιστική διαχείρηση). Εδώ το σφάλμα δεν είναι η αγωνιστικότητα, είναι η τσάμπα μαγκιά. Θα πρέπει κανείς να κατανοήσει πως δε μπορεί να ζητά συνεχώς και τα πάντα, δίχως απ' την άλλη να ζητά να φορτωθεί κι ένα μέρος της ευθύνης και της διαχείρησης της παραγωγής. Γι' αυτό μην παρεξηγήσει ο δούλος πως, όσο ζητάει περισσότερο φαί και το παίρνει, είναι τούτο καμία χειραφέτηση και ρίγανες. Δουλεία είναι πάντα, μα δουλεία καλά ψιμυθιωμένη. Άμα θέλει αληθινή χειραφέτηση, πρέπει ν' απαιτήσει και θέση στα ηνία της μοίρας του, ν' αποκτήσει λόγο στην παραγωγή και δικαίωμα στα παραγωγικά του μέσα. Μα εδώ επικρατεί ο καλός δουλάκος: άσε με τώρα, θες μπλεξίματα; χίλιες φορές υπάλληλος.

Τέλος πάντων, να τα βάλω σε μια καθαρότερη διατύπωση, όλα ετούτα: ανάμεσα σε αφηρημένες ρητορείες περί ελευθερίας, ισονομίας, αδελφοσύνης και τα σχετικά, που χρειάζονται πτυχίο φιλοσοφίας, από τη μία, κι από δράσεις παράλληλες, παράπλευρες και περιθωριακές, από την άλλη, θεωρώ πως οι πολιτικοί αγώνες απαιτείται να επιστρέψουν στο φυσικό τους χώρο που, κατα τη γνώμη μου, είναι οι χώροι εργασίας. Είναι κάτι απόλυτα συγκεκριμένο και κατανοητό, ακόμα κι από τον τελευταίο αμόρφωτο (όχι υποτιμητικά) εργάτη και συνάμα είναι αγώνας πολιτικά ισχυρότατος, καθώς είναι κυρίως στην εργασία και στη φορολογία που εκδηλώνεται βαρύς ο βούρδουλας της καταπίεσης και η απογύμνωση της αξιοπρέπειας. Άμα συνέβαινε τούτο, θα 'βλεπες σταδιακά και το πολιτικό καθεστώς να διαμορφώνεται αναλόγως, από την πίεση των εργατικών συνδικάτων. Θ' άλλαζε βέβαια σαν οχιά διπρόσωπη, εφόσον τούτος είναι ο ρόλος κάθε Κράτους. Μ' αν ο εργάτης δεν μάσαγε, να πιάσει πάλι να κουνάει σημαιάκια πράσινα, τιρκουάζ και ροζ, δε θα 'χαμε το παραμικρό να φοβηθούμε.

Είναι, λοιπόν, ένας αγώνας που χρειάζεται να δωθεί όχι μόνο στο πεδίο των υλικών απολαβών, μα πολύ περισσότερο στο πεδίο της διαχείρησης των ίδιων των μέσων. Το δε τελευταίο είναι ακόμα επιτακτικότερο, αν συνειδητοποιήσει κανείς πόσο εύκολο είναι στην εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ν' αλλάζουν οι επιχειρήσεις έδρες και χώρες, ώστε πολύ συχνά θα καταλήγουμε άνεργοι με το πουλί στο χέρι, αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να πιάσουμε οι ίδιοι το τιμόνι στα χέρια μας. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να στριμωχτούμε μαζί, να ζοριστούμε μαζί, να πεινάσουμε μαζί. Αλλά τούτο το τελευταίο, δεν ηχεί και πολύ γοητευτικό στον εργάτη του «ώχου, έλα μωρέ, λογαριασμούς θ' ανοίγουμε;». Δεν ηχεί και πολύ γοητευτικό στον εργαζόμενο, ο οποίος δεν έχει μάθει να κοινωνεί, μα να ιδιωτεύει όπως όλος ο κόσμος. Δεν ηχεί και πολύ γοητευτικό στους υπαλλήλους, που στην πραγματικότητα δεν αγαπούν κανένα πέραν του μισθού τους. Γι' αυτό θα μιλήσω αργότερα και για τούτο: ο πολιτικός αγώνας είναι χρεία να μπολιαστεί ξανά με την αγάπη για τον άνθρωπο, με το σεβασμό της ζωής, με την ελπίδα και τη χαρά του κοινωνείν. Ο πολιτικός αγώνας θα πρέπει ν' αποκτήσει ξανά εσωτερικότητα και ψυχή, να γίνει τομή προς κάθε διάσταση, πέραν της στενής οικονομικής, της οποίας η φαντασία εξαντλείται σε κελιά με wi-fi.

Μα κι ένα επιπλέον χρέος του σημερινού συνδικαλισμού, που υπονομεύεται από προέδρους, ρουφιάνους και ιεαραρχίες, είναι να επιστρέψει πίσω στις ρίζες του, να γίνει και πάλι αναρχικός. Να γίνει οριζόντιος, μετοχικός, υπεύθυνος. Να γιατί θλίβομαι με την σημερινή (πολιτική) κατάντια των αναρχικών. Λούφαξαν σε 2-3 δράσεις και παράτησαν τους φυσικούς τους χώρους. Εισβάλλουν στα σουπερμάρκετ, απαλλοτριώνοντας την κλεμμένη περιουσία, διαμοιράζοντας σαν άλλοι Ρομπέν, αντί να εισβάλλουν στους εργασιακούς χώρους και στις συνειδήσεις των εργατών. Τέτοιες ανόητες δράσεις, μ' όλη την πολιτική τους φιλοσοφία, στην πράξη δε διαφέρουν και πολύ απ' την αστική φιλανθρωπία: δε βοηθούν τους ενδεείς παρά στιγμιαία, δεν περνούν το παραμικρό μήνυμα (παρά μόνο χαριεντίζονται μεταξύ τους) και δεν αλλάζουν τίποτα ουσιαστικό. Αν όμως αύριο, το 50% του εργατικού δυναμικού μεταπηδούσε στις τάξεις της Αναρχίας, θα 'βλεπες πολύ καλά τι σημαίνει πολιτική δύναμη κι αγώνας.

Ξεκίνησα να μιλώ πολιτικά, μάλλον θα καταλήξω ρομαντικός, στο τέλος.

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#07]

1. Δράση για την αντί-δραση

Η μεταμοντέρνα στάση κι οι συναφείς διαδηλώσεις είναι δράσεις αρνητικού προσήμου, δηλαδή αντιδράσεις. Ο αγαθός από μόνος του δεν έχει να πει τίποτα, παρά περιμένει να δράσει πρώτα ο μαλάκας. Έπειτα πιάνει να οργανώσει την αντίδρασή του. Αν δεχτούμε ν' αφήσουμε τις εξειδικευμένες αφορμές στην άκρη, τις αφορμές που έχουν να κάνουν με ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, ιερόδουλες, ρομά, φυλακισμένους, ναρκομανείς και γενικά ανθρώπους, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, στο σύγχρονο αστικό κράτος), και πιάσουμε αυτές που αφορούν στον τρόπο ζωής, τότε εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι δεν έχουμε τι ακριβώς να υπερασπίσουμε. Είναι - κατά τη γνώμη μου - κι ο βασικότερος λόγος, που 'χουμε γεμίσει «αντί»: αντι-φασιστική πορεία, αντι-μνημονιακή πολιτική, αντι-ρατσιστική συναυλία και πάει αντι-λέγοντας. Προσδιορίζοντας όμως αυτό που είμαστε, ως το υπόλοιπο εκείνου που δεν είμαστε, τελικά στερεώνουμε βαθύτερα στις αντιλήψεις του κόσμου τις πραγματικότητες που αποστρεφόμαστε, τις στάσεις που ζητούμε να εξαλείψουμε, αφήνοντας μονίμως στους πέντε ανέμους τις πραγματικότητες που επιθυμούμε να εγκαθιδρύσουμε. Σκέψεις τετριμμένες. Αυτός ο ετεροπροσδιορισμός λειτουργεί ως ταφόπλακα της ελπίδας. Το να μη θες να πεθάνεις δε σημαίνει απαραίτητα το να θες να ζήσεις. Κι εμείς, χρειαζόμαστε επιτακτικά μια πολιτική της ζωής και του φωτός. Κάθε τι άλλο είναι θάνατος καθαυτός ή δρόμος ίσα καταπάνω του.

Θαύμασε, ας πούμε, τους βιρτουόζους της αντίρρησης, τους ανθρώπους που απεχθάνονται (όχι άδικα, φυσικά) σχεδόν κάθε έκφανση της μοντέρνας πολιτικής πραγματικότητας κι αναφέρομαι στους αναρχικούς. Τι διάολο κατάφεραν να χτίσουν και να οργανώσουν απ' τη μεταπολίτευση και δώθε; Δεν είναι κιόλας πως έχω εντρυφήσει στα της νεότερης αναρχικής ιστορίας κι ούτε μιλώ σαν ειδικός, μιλώ ως αυτό που είμαι. Ψαρεύοντας εδώ κι εκεί απόηχους από παλαιότερους του χώρου, αντιλαμβάνομαι ότι ίσως τα πράγματα είχαν μια διαφορετική ποιότητα ή δυναμική, κάπου εκεί στη δεκαετία του 80. Αλλά τόσο λίγο, για τόσο λίγο. Τι έχει απομείνει σήμερα; Όταν, από το '10, έπιασα να κουβεντιάζω ερευνώντας τους πολιτικούς αυτούς ανθρώπους και να διαβάζω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου δεν κατάφερα να διακρίνω (πέρα από την ευγένεια των στόχων και συχνά ένα θάρρος αξιοζήλευτο) καμία αξιόλογη οργάνωση ή οργανωτικότητα, αποτέλεσμα της χρόνιας τριβής τους, καμία φιλοδοξία (εκτός κι αν θεωρείται φιλοδοξία η παθολογία μιας εσαεί αναμονής), κανένα χαραγμένο πολιτικό προτέρημα. Λιμνασμένοι στα ίδια και στα ίδια, στις συνελευσούλες τους, στις πορειούλες τους, στις καταληψούλες τους, στα μανιφέστα που βγαίνουν καρμπόν μία δραχμή ο τόνος, σα να μην έβγαιναν από ζωντανό οργανισμό, παρά από χιλιοτριμμένο καλούπι. Μα δεν προχώρησαν βήμα πιο πέρα τις δράσεις, τις συγκινήσεις, τη γλώσσα τους. Μιλώ ειρωνικά, αλλά με θλίψη δίκοπη, όταν πρωτίστως στο μπόλιασμα του αναρχισμού βασίζω τις ελπίδες μου.

Κοντεύουν (ή κλείσαν) δέκα χρόνια, που η εύθραστη ελληνική πραγματικότητα γίνηκε χίλια κομμάτια κι οι αφορμές για επαναπροσδιορισμό κι οργάνωση αυξήθηκαν με τρόπο εκθετικό. Μα τούτοι οι ανεκδιήγητοι δεν κατάφεραν ούτε μια πανελλήνια οργάνωση της προκοπής να καταφέρουν. Μα τι λέω; ούτε καν αθηναϊκή. Ακόμη και για τα πρακτικά ζητήματα, το μυαλό δε φτάνει παραπέρα: χαιρόντουσαν σαν τα παιδάκια που, τις ένδοξες ημέρες επί Ρωμάνειας απεργίας πείνας, μάζεψε η πορεία δύο-χιλιάδες-ξερω-γω-πόσους νοματαίους, μ' αν έκανες μια έτσι, παραδίπλα στην πλατεία Συντάγματος, οι Σύροι είχαν περιφρούρηση μια δράκα κουρασμένους. Και λέω, ρε πούστη μου, τόσοι χαραμοφάηδες στην πρωτεύουσα, δε θα μπορούσε κάθε βράδυ να υπάρχει μόνιμη, σταθερή ασπίδα, από εναλασσόμενες βάρδιες; Τι χρειάζεται περισσότερο από excel και καλή διάθεση; Μπα. Ξεφούσκωσε το πράμα. Ως εκεί αντέξε η καρδιά μας και η αγωνιστικότητα. Το πρωί δουλεύουμε κιόλας. Έτσι, μια όμορφη νύχτα πριν τις γιορτές, άνθρωποι και πράγματα εξαφανίστηκαν μέχρι να πεις κίμινο, σαν ποτέ να μη συνέβη το παραμικρό και σαν ποτέ να μην υπήρξαν. Μάλιστα, γρήγορα κιόλας εκλογικεύτηκε η ήττα ετούτη. Διαβάσαμε, τις επόμενες μέρες (και δεν εννοώ στην Καθημερινή), πως και να υπήρχε ο κόσμος, τι θα 'κανε; τι θ' άλλαζε; τσάμπα η φασαρία. Μα καταλαβαίνετε τι λέω, εδώ; το νόημα δεν είναι αν θα είχε αποτέλεσμα ή όχι η οποιαδήποτε κίνηση. Το νόημα εδώ είναι ότι αδυνατούμε να συγκροτηθούμε σε ένα οργανωτικό σκαλοπάτι παραπάνω, αδυνατούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας καλύτερους και ισχυρότερους, δεν έχουμε όραμα κι ούτε περιμένουμε κάτι περισσότερο απ' τις ζωές μας.

Ειλικρινά, δεν έχουμε για τι να παλέψουμε, δεν έχουμε εικόνες να χτίσουμε το μέλλον μας. Να φύγει το Μνημόνιο λένε οι μισοί, να φύγει το Κράτος οι υπόλοιποι. Ναι. Και μετά τι; Μετά θα το βρούμε; Ζήσε Μάη μου. Εδώ δε μιλώ πολιτικά, είναι βασικά θέματα ψυχολογίας όλα ετούτα. Αν είμαι σκλάβος, δεν αρκεί να μισώ τ' αφεντικό μου, δεν αρκεί καν να μισώ τη σκλαβιά. Δεν αρκεί να ξέρω τι δεν θέλω, αυτό γίνεται αυτόματα με την πρώτη βουρδουλιά. Είναι χρεία ν' αποκτήσει σχήμα αυτό που θέλω. Πρέπει να χτιστεί μέσα μου η λύσσα για την ελευθερία, τους ανοιχτούς τόπους, την ευθύνη του εαυτού μου ή του συντρόφου μου. Όχι ελευθερία έτσι γενικά κι αυθαίρετα. Ο άνθρωπος, που επαναστατεί στ' αλήθεια, νιώθει απλά πράματα κι όχι φιλοσοφικές τζιριτζάντζουλες. Η ελευθερία του έχει μορφή, δεν είναι του ανέμου. Είναι ελευθερία από την πείνα, απ' την αρρώστια, απ' την αμάθεια. Είναι ελευθερία να μιλάει με το κεφάλι ορθό, να περπατάει άφοβα, να χτίσει ένα σπιτικό και μέσα του ν' αγαπήσει. Άμα δεν ξέρει τι ζητά, τότε γιατί να παλέψει κανείς τα σίδερα; έτσι, ιδεατά, για να μην είναι σκλάβος, γιατί είν' η σκλαβιά πράμα κακό; Πρέπει κάτι να ποθώ για να μεταμορφωθεί ο κόσμος, να πάρει η Γη μπροστά. Με το μίσος τίποτα δεν παίρνει κίνηση - παρά μόνο επιφανειακά - κι ας γεμίσει κανείς τρεις τόμους ματοβαμμένης Ιστορίας. Την ίδια μάχη θα διαβάζεις ξανά και ξανά με άλλα ονόματα και χρόνους, δίχως την παραμικρή πρόοδο. Μ' αν υπάρχει ο πόθος και λείπει μονάχα η αφορμή, ε, τούτα είναι εύκολα πράματα πια, για την αποφασισμένη ψυχή.

Οι παλιοί τουλάχιστον λέγανε κι ένα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Ήτανε κάτι ετούτο, απτό. Ασχέτως τι ακολούθησε. Γιατί και τα ψωμιά μας μια χαρά τα φάγαμε, τα χρόνια που ακολούθησαν τη δικτατορία. Η Μαρία-Αντουανέτα αποδείχτηκε, τελικά, μεγάλη αλεπού: οι υποτελείς αγοράζουν άφθονο πια το παντεσπάνι από τα σουρπερμάρκετς και το καταβροχθίζουν σε σπίτια δίχως βιβλιοθήκες, δίχως χαμόγελο, δίχως θέρμανση το χειμώνα. Την Παιδεία, που 'ταν αστικού τύπου, ούτως ή άλλως - δηλαδή καταδικασμένη στο δήθεν - μια χαρά την καταφέραμε και τούτη. Τη συνδέσαμε μονοδιάστατα με το σχολείο κι έπειτα απογυμνώσαμε κάθε άλλη δραστηριότητα απ' αυτή. Δεν θα 'βρισκες, δηλαδή, και πολλή παιδεία σε μια δημόσια υπηρεσία, σε μια κοινή διασταύρωση με φανάρι, στον τρόπο που μεγαλώναμε τα παιδιά μας, στην τηλεόραση ή τη μουσική. Τελικά, εφεύραμε τις πανελλήνιες σύγχρονου τύπου, δίνοντας έτσι τη χαριστική βολή σε ο,τιδήποτε γνήσιο, αποθεώνοντας τη χρησιμοθηρία. Αλλά μήτε η Ελευθερία μας έμεινε της προκοπής. Όχι γιατ' είναι λίγο να μπορείς να μιλάς ανεμπόδιστα για τα πιστεύω σου, δίχως το φόβο να σου δώσουν οι μπάτσοι ραντεβού στη γωνία - για το οποίο δεν βάζεις, βέβαια, και το χέρι σου στη φωτιά - αλλά γιατί είναι ελευθερία μόνο των λόγων, άρα του αέρα του κοπανιστού. Άμα επιχειρήσει κανείς να ζήσει τη ζωή του όχι με λόγους, παρά με τρόπο αληθινό, δηλαδή με το σώμα και τη δράση του, αλλά μια στάλλα δα εκτροχιασμένος απ' τα καθεστηκότα και το μονοδιάστατο, τότε μόνο θα νιώσει στο πετσί του τι στον κόρακα σημαίνει αστικό Κράτος (ή αν το θέτε Κράτος γενικότερα) και πόση ελευθερία σηκώνει, γενικά.

Οι ζωές μας παραπαίουν, δίχως ιδιαίτερη εσωτερικότητα, δηλαδή ευάλωτες στη δημαγωγία και το λαϊκισμό, για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μερικά κλισέ. Κι αυτά δεν είναι μονοπώλιο της Καθεστηκυίας: καλά λαϊκίζουν κι οι επαναστατικές φυλλάδες, που 'χουνε γίνει πιο βαρετές κι ανούσιες από σαπουνόπερα. Κατά βάθος, δεν είμαστε διατεθειμένοι ν' αλλάξει τίποτα. Στην καλύτερη, απαιτούμε να επανακτήσουμε τα κεκτημένα παλαιότερων αγώνων, τους οποίους έδωσε μία άλλη πάστα αγωνιστών. Στην μέση οδό, απαιτούμε μια πρώτερη καλοζωΐα και θα το βουλώναμε μια χαρά, άμα πιάναμε στα χέρια μας ξανά το καροτάκι. Στη χειρότερη, είμαστε ικανοποιημένοι με τη μιζέρια τούτη, που δεν έχει ευθύνες, δεν έχει πολλά-πολλά, μόνο μπόλικη γκρίνια, χωρίς να θίγεται η επαναστατικότητά μας.

Δεν υπάρχουν, ανάμεσά μας, και πολλοί άνθρωποι, που να την ονειρεύονται όντως αλλιώς την κοινωνία. Άρδην αλλιώς κι όχι με τους μισθούς, απλά, ανεβασμένους. Εδώ, φυσικά, δεν αναφέρομαι στα λόγια, που πλεονάζουν σαν τις κουράδες στο βόθρο. Άμα συναναστραφείς τους ανθρώπους, στην πράξη, θα διαπιστώσεις μια πνευματική οκνηρία και μια μυωπία ψυχική: στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν και πολύ ν' αλλάξουν. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να στερηθούμε, να πονέσουμε, να υποστούμε το τίμημα, προκειμένου να γεννηθεί το καινούργιο. Και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Και επανάσταση και βόλεμα. Ξεγελούμε ακόμα κι εαυτούς, σε τούτο το χούι, χρόνια τριμμένοι πάνω στα επαναστατικά και στα ηρωικά (εδώ μάλλον δε με πιάνει εμένα), μα στην πραγματικότητα κακομαθημένοι και κρυφο-βολεψάκηδες (εδώ όμως με πιάνει).

Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#06]

Εύκολα πιάνουμε, λοιπόν, να μιλούμε για βία, καρπαζές κι αγχόνες, άλλοτε γιατί τα 'χουμε ξαπατικώσει άκριτα, από τις μπροσούρες στις οποίες μαθητεύσαμε κι εξίσου άκριτα τα διαδίδουμε, άλλοτε από ποικιλία λανθάνοντων ψυχονευρώσεων ή από κατάθλιψη, απολύτως αιτιολογημένη (μ' όσα συμβαίνουν γύρω μας) κι ως εκ τούτου από δυσκολία διαχείρησης του συναισθήματος, άλλοτε πάλι από νευρικότητα νεανική κι ανυπομονησία κι άλλοτε, τέλος, γιατί δεν ξέρουμε για τι μιλάμε. Τα παραπάνω, φυσικά, δεν εξαντλούν τον κόσμον όλο. Υποθέτω κάποιοι επιλέγουν τη βία συνειδητά και με άποψη και μπράβο τους. Εγώ μιλώ για τους υπό τρικυμίαν εν κρανίω διατελούντες, δίχως όμως ν' απαξιώνω τις προθέσεις τους. Δε μιλώ για λαμόγια. Μιλώ για τους ανθρώπους που καίγονται τα σωθικά τους από κάτι, μα προσπαθούν να ξεδιψάσουν με βενζίνες. Άνθρωποι συχνά ευαίσθητοι, μα γεμάτοι αντιφάσεις και παρανοήσεις. Έτσι, όμως, πολιτική δε γίνεται. Εννοώ πολιτική που να πιάνει τόπο κι όχι φλυαρίες ή πυροτεχνήματα.

Μιλώ, επίσης, για τις διάφορες επαναστατικές παρέες, που περιμένουν από καμμένα ΑΤΜ να ξεπηδήσουν η ελπίδα και η αφύπνιση, που θεωρούν επικές τις άγονες αψιμαχίες με τις δυνάμεις καταστολής ή παίρνουν τις (συχνά επιτακτικές) αντιφασιστικές σφαλιάρες για νίκη επί του φασισμού. Μιλώ, επίσης, για την αριστερή μαζική κουλτούρα, που θα σε παρασύρει - από επιπόλαιο ενθουσιασμό ή ξερω-γω καμιά ιστορική υποχρέωση - στην ενεργό αντίσταση, αλλά στα δύσκολα θα σε παρατήσει στη μοίρα σου. Θα σε πείσουν να μην πληρώσεις τη ΔΕΗ ή το φόρο, στηριζόμενοι σε ημιμαθείς νομικούς δεκάρικους, όμως μετά τις πρώτες καρπαζές ρωτάς «τι έγινε, ρε παιδιά;» και σου σφυρίζουν απ' το βάθος «χίλια συγγνώμη φιλαράκι, γράψε λάθος». Μετά τη διακοπή του ρεύματος, μετά τις απειλές και τους εκβιασμούς του εισπράκτορα, μετά το δικαστικό διασυρμό, μετά τη δήμευση της περιουσίας, πολύς κόσμος διαπιστώνει πόσο μόνος είναι, τελικά, από ουσιαστική στήριξη στη σημερινή του χρεία, αντί της μετ-επαναστατικής. Γιατί βία είναι, επίσης, να σε χρησιμοποιεί ο άλλος, για να κάνει το κομμάτι του - έστω και κομμάτι επανασταστικό.

Άμα συναναστραφείς με όλους αυτούς, που 'χουν μεγαλώσει βουτηγμένοι ίσαμε τη φτέρνα στα πολιτικά πράγματα - σε αντίθεση με μένα, που συχνά παλεύω να γίνουν έθος μου τα στοιχειώδη - θα γνωρίσεις πραγματικά ένα σωρό κόσμο, ο οποίος ενδιαφέρεται στ' αλήθεια και παλεύει με ζήλο. Πάρε το πιο απλό: αντί ν' αράξει σπίτι, βλέποντας για χιλιοστή φορά τις τηλεοπτικές σαβούρες, βγαίνει στο δρόμο, μοιράζει φυλλάδια, συμμετέχει σε συνελεύσεις, οργανώνει εκδηλώσεις, προσφέρει εθελοντικά τις ικανότητές του και, τέλος πάντων, αφιερώνει ένα μέρος του εαυτού του σε κάτι που υπερβαίνει εαυτόν. Μ' από την άλλη μεριά, ο ίδιος αυτός κόσμος παραμένει εκνευριστικά λίγος. Λίγος όχι σε κρίσιμο πλήθος, μα λίγος εσωτερικά. Μιλώ χωρίς ειρωνία: ιστορικά λίγος και αντικειμενικά λίγος. Φυσικά, μιλώ και για μένα. Αλλά αν αποτυγχάνουμε διαρκώς, σε τι οφείλεται λοιπόν; Σε μια αδρή προσέγγιση, θεωρώ ότι αποτυγχάνουμε καταρχάς από απροθυμία αλλαγής (δηλαδή, βέρο συντηρητισμό), με πλούσια στοιχεία ολοκληρωτικής σκέψης (δυστυχώς, ετούτη δεν εξαντλείται στον πολιτογραφημένο φασισμό), και παράλληλα από μια παντελή έλλειψη ουσιαστικής και μεγάλης κλίμακας οργάνωση.

Μια μικρή παρένθεση εδώ, προτού προχωρήσω σε λεπτομέρειες, ώστε να συνδέσω όλα ετούτα με τα προηγούμενα και να τα εντάξω στο θέμα της βίας, που τ' αφήνουμε τώρα πίσω μας. Ο ασύλληπτος αυτός κόπος, που ξοδεύεται στο δρόμο και στις δράσεις, είναι πολιτικά τόσο ανοργάνωτος, πολιτικά τόσο άστοχος κι άγονος, ώστε στο τέλος της ημέρας, αισθανόμαστε την εξάντληση εκείνου που θαρρεί πως έχει κάνει τα πάντα, δίχως στην ουσία να έχει καταφέρει τίποτα. Η υπομονή στερεύει μέρα με την ημέρα. Ο αγωνιστής μπορεί να 'χει περάσει χρόνια υπομονής κι ανάλωσης, μα οι πρόσκαιρες χαρές του επιστρέφουν κυκλοτερά στην αφετηρία, τώρα όμως με μιαν ελπίδα λιγότερη. Το φλερτ με τη βία δεν απέχει πολύ. Άμα στο κεφάλι σου νομίζεις πως έχεις δοκιμάσει τα πάντα, τι άλλο απομένει παρά να σηκώσεις τη γροθιά; Η βία ωριμάζει σιγά-σιγά στο μυαλό μας, κάθε άλλο παρά ως φυσικός κι αντικειμενικός μονόδρομος μιας κοινωνίας, αποστερημένης πλέον από εναλλακτικές, εξαιτίας ενός πολύχρονου και πολυσχιδούς αγώνα. Αν ήταν έτσι, θα υπήρχαν περισσότερες ελπίδες η βία να σοβαρέψει, να ξεπεράσει το εφηβικό τσόφλι και να οργανωθεί συστηματικά και πολιτικά. Περισσότερο, όμως, συμβαίνει η ψυχική κούραση να γίνεται κάποτε αδιέξοδη και με τη σειρά της βία, όχι ως απότοκο μιας πληθώρας αποτυχιών ή μιας ακολουθίας από αγώνες, παρ' εξαιτίας μιας αέναης, αυτοκαταστροφικής επανάληψης της ίδιας και της ίδιας μάχης, του ίδιου και του ίδιου λάθους, της ίδιας ήττας, ξανά και ξανά και ξανά.

Τώρα δε θα πω και τίποτα πρωτότυπο. Δε θα μιλήσω για κάτι που δε λένε κι οι ίδιοι οι αριστεροί, μεταξύ τους. Άλλοτε κρυφά, άλλοτε ορθάνοιχτα, παραδέχονται πως όλες αυτές οι ξεψυχισμένες πορείες, που πάνε απ' το κακό στο χειρότερο, όλες αυτές οι εκδηλώσεις που βαίνουν φθίνουσες, όλες αυτές οι απεργίες που βοηθούν μόνο την τοπική αγορά καφέ, έχουν επιτελέσει έναν ιστορικό κύκλο, είναι παντελώς άκαρπες, αλλά απ' το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα. Ελλείψει εναλλακτικών, ας είναι, ας βγει τουλάχιστον κι αυτή η υποχρέωση. Να κοιμηθούμε το βράδυ ήσυχοι. Κι έτσι το ψόφιο βαλσαμώνεται και φοριέται σα δεύτερο πετσί, εξακολουθώντας να κυκλοφορούμε σα νεκροζώντανοι, αντί να βαρέσουμε μια επαναστατική αποχή διαρκείας, να τρομάξουν μέχρι και τ' αφεντικά.

- Ρε σεις, ετούτοι εδώ δε κουνάνε, δε λαλάνε, τι τρέχει; ζούνε; κάτι πονηρό ετοιμάζουν, να μου το θυμηθείς.

Προτείνω μόνιμη πλέον αποχή από τη μαλακία, έως ότου έχουμε τίποτα ουσιαστικό να πούμε. Προτείνω να κάνουμε χρήση της ίδιας ενέργειας που σπαταλιέται άδικα από 'δω κι από 'κει, προκειμένου να προετοιμάσουμε μιαν άλλη οργάνωση, κυοφορώντας κάτι νέο - που μπορεί να 'ναι και παλιό συγχρόνως. Φυσικά μην περιμένετε να το μάθετε αυτό από μένα, ούτε από άλλον κανένα, νοούμενο ως μονάδα. Τούτα είναι ομαδικές διαδικασίες και ζυμώσεις. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, θα παραθέσω στη συνέχεια τις εντυπώσεις μου.

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#05]

Είναι νομίζω προφανές, από τα προηγούμενα, ότι εδώ δεν αρνούμαστε τη βία - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, σε πρώτη φάση. Αποποιούμαστε συγκεκριμένες μορφές της και συγκεκριμένες στάσεις απέναντί της. Απεχθανόμαστε τη λατρεία της, την αναγωγή της σε πηγή περηφάνειας, την καλλιέργειά της ως ήθος, την απερίσκεπτη χρήση της. Ο τίμιος αντι-εξουσιαστής θα πρέπει να βλέπει πολύ καχύποπτα τούτο το δίκοπο μαχαίρι, που ουσιαστικά δεν είναι παρά άσκηση εξουσίας, απ' την ανάποδη. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μυξο-κλαψουρίζουμε για τις αναπόφευκτες συμπλοκές των σωμάτων, σαν ατσαλάκωτοι χαριτοδιπλωμένοι, ποιώντας τη νήσσα για όλη τη βία, στην οποία είμαστε συνένοχοι με το τηλεκοντρόλ. Τη βία, δηλαδή, που εφαρμόζεται επιτυχέστατα στο όνομά μας, από τα σώματα των ένστολων μπράβων σε άλλα σώματα, συνήθως, γυμνά από μοίρα κι ελπίδα.

Άμα διαβάζεις φιλελεύθερες φυλλάδες, θα φτάσεις κάποτε να πιστέψεις ότι δεν έχεις καν σώμα. Πως η ελευθερία δεν κερδίζεται σε τόπο και χρόνο υπαρκτό, με τη δύναμη των χεριών, πως δεν την ανασαίνεις κυριολεκτικά με τα στήθη, μα είναι υπόθεση του νου και των εσπερινών ρεμβασμών, είναι γέννημα-θρέμμα της πειθούς και του κολαρισμένου διαλόγου. Έτσι, μπορεί - κατά τη φιλοσοφία του λακέ - να 'ναι κανείς άνεργος, καταπατημένος, βιασμένος, ακρωτηριασμένος και γενικά σκλάβος, μα παρ' όλα αυτά να 'ναι πολύ ευχαριστημένος, που μπορεί ακόμα και ψηφίζει, που δε γυρίζει σπίτι του δαρμένος, που μπορεί να ξεπληρώνει τις σάρκες του σε δόσεις. Πως αλλιώς;

Όμως στο τέλος κάθε φράσης, την τελεία τη βάζουν σώματα κι όχι παχύρρευστες κουβέντες. Τα σώματα που βογγούν και λυγάνε, είναι ζωντανές λέξεις και γραφικός χαρακτήρας. Τα σώματα που πονούν και φθίνουν, είναι ρήματα και ουσιαστικά. Το χέρι, που σηκώνεται κι αγκαλιάζει, δεν είναι φιλοσόφημα. Ούτε το στήθος που θηλάζει, ούτε τα κορμιά που ερωτοτροπούν και μπολιάζονται. Η ευτυχία ξεκινά απ' τα σώματα. Μα κι η γροθιά που προσβάλλει ή το μαχαίρι που στομώνει διαιρώντας τη ζωή, τα κορμιά που μισούν κι ακυρώνουν, ένα το άλλο, ούτε τούτα είναι φαντασιοκοπήματα του νου. Η δυστυχία ξεκινά απ' τα σώματα.

Ο γονιός που, στη θέα ενός κινδύνου, κυρτώνει σαν ασπίδα πάνω απ' το παιδί του, κυρτώνει μ' ολάκερο το σώμα κι όχι με νουθεσίες του αέρα. Κανείς δεν επιβίωσε ποτέ με συμβουλές. Η αγάπη που ζητάει κορύφωση, ανθίζει με τη μορφή ανοιγμένης αγκαλιάς, όχι με λόγια και ρίμες. Γίνεται μικρό σπίτι από μπράτσα και χέρια, γίνεται φράση από σφυγμό και αίσθηση. Δεν αντέχει η αγάπη την απόσταση. Ο μαχητής που στέκεται ανάμεσα στα γυναικόπαιδα και τις ορδές των φονιάδων, δεν ορθώνει τίποτε πειστικά επιχειρήματα και τη ρητορική τέχνη, μα το ίδιο το σώμα του προτάσσει ως τείχος. Ο σκλάβος, που κάνει τη  λευτεριά του απόφαση, δε πιάνει τις απειλές και τις βλαστήμιες - να γελούν κι οι κότες - πιάνει την κοτρώνα και το τουφέκι κι ανοίγει το κεφάλι του δυνάστη του. Μόνο σαν το σώμα πάρει βούληση και μόνο τότε, η εικόνες του νου γίνονται ποιήματα του κόσμου, δηλαδή πραγματικότητα και κοινό βίωμα. Είναι το σώμα, που δίνει την τελική μάχη. Πάντα. Να λέμε «βία», έτσι σκέτα, σαν να 'ναι αυτοσκοπός, πανάκεια ή δεινό ή κατσαβίδι, δε βγάζει νόημα. Να μιλάμε όμως για μάχη και γι' αγώνισμα ελευθερίας, αυτό είναι άλλο πράγμα. Έτσι νοώντας, η λέξη «βία» γίνεται πλέον πολύ μικρή. Γίνεται ακατάλληλη για σοβαρές κουβέντες. Μονάχη της, ασύνδετη από τα γύρω, δε χωρά τις σημασίες κι αναπόφευκτα τις υποτιμά.

Γι' αυτούς τους λόγους κι άλλους χίλιους, ο κουραδόμαγκας του πολιτισμού φτάνει να λέει την πλέον παράλογη αρλούμπα σε τέτοιο βαθμό ανερυθρίαστος, που ξεβάφουν κι οι ντομάτες. Πριν από χρόνια, σε συνέντευξη - την οποία όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να ξεθάψω, άρα μιλώ μ' επιφύλαξη - ο τιτάνας αυτός της αερολογίας Στέλιος Ράμφος έφτασε να λέει ότι ακόμα κι η κοπέλα που βι-άζεται δε θα 'ταν σωστό και πρέπον ν' αντιγυρίσει τη βία, παρά να τρέξει αμέσως στο πρώτο αστυνομικό τμήμα. Δε μας διευκρίνησε, βεβαίως, αν έπρεπε να τρέξει μετά ή κατά τη διάρκεια του βιασμού, για να 'ναι πιο σίγουρη. Γιατί πολύ συχνά κι επειδή ο πολιτισμός της Αστυνομίας πλεονάζει, αν πάει μετά, είναι πιθανότερο να κατηγορηθεί κι η ίδια, αφού «το πουτανάκι πήγαινε γυρεύοντας» κι εφόσον «τα 'θελε κι αυτής ο κωλαράκος».

Ο καθημερινός και συνηθισμένος τύπος του αστού, παρ' όλα αυτά, προτιμάει να κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλό του - τα διαστήματα δηλαδή που δεν το χρησιμοποιεί για ν' αυνανίζεται. Χέζεται απάνω του, να παραδεχτεί πως ετούτη η κοινωνία είναι πάντα μια κοινωνία της βίας, πολύ καλά μασκαρεμένη. Φοβάται μήπως αφ' ης στιγμής ανοίξει τα μάτια του στην καρπαζιά, που πέφτει γύρω σύννεφο, ξεφύγει καμία ξώφαλτση και στο δικό του σβέρκο. Κι ακόμα φοβάται αυτό, μήπως κατά λάθος ξεπέσει στο επίπεδο του βάρβαρου και κτήνους - που δηλαδή τώρα δεν είναι. Με τα πολλά, ωστόσο, δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος, που να μπορεί ως το τέρμα ν' αρνηθεί την απλή και τετριμμένη αυτήν αλήθεια: πως δηλαδή η βία ποτέ δε στέρεψε ως είδος, παρ' ανατέθηκε απλά στο Κράτος. Ωστε να μην κάνει ό,τι γουστάρει ο καθένας, αλλά ό,τι γουστάρει το Κράτος. Το κράτος, δηλαδή, μονοπωλεί τη βία, όπως είθισται να λέμε. Το Κράτος αυτό, το οποίο - παρά το μονοπώλιο βεβαίως-βεβαίως - δε χάνει φυσικά ευκαιρία να υπενοικιάσει τη βία του, με το αζημίωτο, στα άπειρα λαμόγια που ξεπηδούν, διαρκώς, απ' την αφρόκρεμα του οργανωμένου έγκληματος και τα τσιράκια τους.

Έτσι περνάμε την υπογειοποίηση της βίας για πολιτισμό κι ειρήνη. Αυτό που δε φαίνεται, φυσικά, δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει, υπάρχει μονοδιάστατα με τη μορφή και τη φωτογένεια που αρμόζει καλύτερα στο κεντρικό δελτίο. Υπάρχουν μαφιόζοι και χούλιγκανς, τσιγγάνοι κι αντιεξουσιαστές, αλβανοί παλιάς κοπής και μετανάστες νέας. Το Κράτος πουθενά. Πουθενά, ο γιγάντιος αυτός μηχανισμός καταπίεσης, ο οποίος αντί να σκοτώνει διαμιάς - μόνο σπάνια - απομυζά μέρα με την ημέρα, κάθε ικμάδα ανεξαρτησίας και ζωής. Πουθενά, αυτό το αδηφάγο τέρας, που το πήραμε για μονόδρομο, που τ' αφήνουμε ανεξέλεγκτο στη μία του μορφή ή την άλλη.

Ο αστός είναι το καλοσιδερωμένο θρεφτάρι, όπερ έχει πάντα να πληρώνει τους λογαριασμούς του. Όχι απαραίτητα γιατί 'ναι ικανότερος, αλλά συνήθως γιατί 'ναι τυχερότερος κι έχει συγγενείς διαφόρων βαθμών. Βλέπει μονάχα τον κώλο του θηρίου, τον οποίο και παίρνει για πακτωλό. Αλλά για τα δόντια και τη σάπια ανάσα πρέφα. Θεωρεί, για 'κείνον που βρίσκεται ξάφνου στην άλλη όχθη της Αχερουσίας, πως το 'βρε από κακό του κεφαλιού του και κακή προσαρμογή. Κατά τ' άλλα, όλα τα προβλήματα λύνονται με το διάλογο και τη δικογραφία. Έτσι βλέπει τη βία ο καλομάθητος κι ειδικά άμα του λείπει η στοιχειώδης ευαισθησία ή καλλιέργεια. Δεν πρόκειται να πάρει χαμπάρι από κοινωνία, παρά μόνο άμα τρακάρει με περιπολικό. Όλος ο πόνος, οι οιμωγές του κόσμου, γλιστρούν αεροδυναμικά γύρω απ' τ' αυτιά του, σαν πρωινή δροσούλα κι απόηχος φλοίσβων.

Τέλος πάντων, όταν λοιπον μιλούμε για βία - έτσι πρέπει - να μιλούμε και για τη βία που υφιστάμεθα ή επιτρέπουμε, ως δειλοί, από τους δυνατότερους κι όχι μόνο για τη βία, την ευθύνη της οποίας μας καλούν οι περιστάσεις - ενίοτε - να αναλάβουμε, αλλά το παίζουμε πολιτισμός κι έτσι. Κάπου εκεί ανάμεσα πατώ κι εγώ, από τη μία αναγνωρίζοντας τη συγκρουσιακή αναγκαιότητα - άλλοτε ως αυθόρμητο ξέσπασμα, άλλοτε οργανωμένα - κι από την άλλη αρνούμενος να ανάγω ένα από τα παρεπόμενα της σύγκρουσης, δηλαδή τη βία, σε μέσο καθαυτό ή - από παρεξήγηση και βλακεία - σε ήθος και μαγκιά. Γιατί, λοιπόν, απέχω από την τελευταία είν' ολοφάνερο. Γιατί απέχω απ' την πρώτη, κυρίως από δειλία. Μα και για έναν λόγο ακόμα, εξίσου σημαντικό: είναι μια γλώσσα ξένη, μια διάλεκτος που δεν έπιασα ποτέ να τη μιλώ κι έχει περάσει ήδη η μισή ζώη μου. Δεν είναι εύκολο, ξαφνικά, να γίνεις άλλος. Να μαθητεύσω στη σύγκρουση και μόνο - την ικανότητα αυτή του θαρρετού ανθρώπου, που πάντα απέφευγα συνειδητά ή όχι - είναι από μόνο του ένα στοίχημα. Να κάνω συνάμα και τη βία - σε κάποιο βαθμό - κτήμα μου, μάλλον δεν είναι της ζωής ετούτης. Μάλλον το πιθανότερο, να με προλάβουν οι συνθήκες,  αν και τυχόν τα πράγματα στραβώσουν τόσο. Στη βράση ας κριθεί λοιπόν, από τι σίδερο είμαι φτιαγμένος.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Χειμώνας Βαρύς [#04]

Πιάνω, λοιπόν, το νήμα από 'κει που τ' άφησα, γράφοντας όπως με βγάλει η σκέψη, σε αδρές νοηματικές ενότητες. Είπαμε ν' αντισταθούμε μ' όλους τους δυνατούς τρόπους, στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησης, αφήνοντας τη βία ως ύστατη καταφυγή. Εδώ, όμως, υπάρχει ένα λάθος. Δεν είπαμε. Μόνος μου τα λέω.

Είναι ευκαιρία, λοιπόν, να πούμε δυο κουβέντες και για τούτον το φετιχισμό των όπλων, που προανέφερα. Ο αγωνιστικός χώρος, είτε αριστερός, είτε ειδικότερα αναρχικός, έχει ξεπεράσει προ πολλού την απλή εκλογίκευση κι απενοχοποίηση τη βίας: έχει πάρει τ' όπλο για παιχνίδι, το μαχαίρι για σύμβολο, την αγχόνη φυλαχτό για το μάτιασμα ή ακόμα και για ζυγό δικαιοσύνης. Δεν απαιτείται να 'σαι ιδιαίτερα παρατηρητικός, ώστε ν' αντιληφθείς τ' αναρίθμητα περίστροφα και τουφέκια που πλαισιώνουν τα κείμενα, τις μπροσούρες, τα εξώφυλλα, τα γκράφιτι, τις φωτογραφίες, τις αναρτήσεις και, τέλος πάντων, όλο τον ελαφρολαϊκό πολιτισμό του αγωνιστικού χώρου. Ετούτες οι εμφυλιακές καταβολές, ετούτη η παρωχημένη σημειολογία, που κάποτε ήσαν σχέσεις υπαρκτές και με νόημα, σήμερα έχουν καταντήσει στείρο καρκίνωμα, σαπίζοντας τις πραγματικές αρετές των ανθρώπων.

Γιατί δεν είναι φυσικά ίσα κι όμοια, ο αγωνιστής αντάρτης των βουνών με το παιδαρέλι του μικροαστικού περιβάλλοντος. Εκείνος ο άγριος άνθρωπος, είχε το όπλο παραμάσχαλα στο φαί και στην κουβέντα, προσκεφάλι στην ανάπαυση και στο κρεβάτι. Για 'κείνον, τ' όπλο δεν ήταν νοητική αφαίρεση και μεταφυσική, παρά το μέσο με το οποίο εξασφάλιζε ή διεκδικούσε ζωτικό χώρο και χρόνο παρόντα, για την ελευθερία που 'χε ήδη κατακτημένη στην καρδιά του. Δεν ήταν φετίχ και σύμβολο, μα σύντροφος αληθινός, πλάι σε αληθινούς συντρόφους και συναγωνιστές. Σήμερα, είναι απλά ένα σκέρτσο, μια μαλακία και μισή, ένα αντικείμενο λατρείας, μια καλή ιδέα για τατουάζ, καθώς κανείς δεν έχει το παραμικρό βίωμα ένοπλου αγώνα - ανάθεμα κι αν οι μισοί έχουνε πιάσει ποτέ όπλο.

Ανοίγεις κάποτε κουβέντα μ' ανθρώπους-αγωνιστές, ανθρώπους που 'χουν απροκάλυπτα αγνή καρδιά κι αποδεδειγμένη ευαισθησία. Ώσπου φτάνει στιγμή που σε ρωτούν: εσύ τι προτιμάς περίστροφο ή μαχαίρι; Σε ρωτούν, βεβαίως, θεωρητικά. Μα εσύ μένεις μαλάκας. Μένεις μαλάκας, να κοιτάς πόσο βαθιά έχει αλώσει τα μυαλά ο συγχρωτισμός με την νοσηρότητα. Εσύ δεν προτιμάς τίποτα. Μα παρ' όλα αυτά, άπειρος και μαλθακός του δρόμου, με παιδιόθεν καθαρά σεντόνια και σιδερωμένο πουκάμισο, εσύ ο απροσμέτρητα ξένος με το φόνο, ακόμα κι αυτή την αμήχανη στιγμή αναζητάς ένα άλλοθι, μια εκλογίκευση. Ψάχνεις κάποια αναγκαιότητα στους προβληματισμούς αυτούς. Μα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, σοβαρά ή αστεία, για τη μιάμιση ετούτη μαλακία. Όχι, λοιπόν, δεν προτιμώ να επιλέξω όπλο, άλλο απ' το νου μου. Όχι, δεν προτιμώ τίποτα, ακόμα κι αν η ανάγκη μου φόρτωνε την κάννη στο χέρι. Σαν είμαι άρρωστος, δεν προτιμώ την ένεση απ' το υπόθετο, προτιμώ την υγεία. Το γιατρικό που θα με γιάνει δε θα το κάνω λάβαρο, δε θα τ' απλώσω στο μπαλκόνι ν' ανεμίζει, δε θα το κάνω στάμπα ή φουλάρι, εικόνισμα να κάνω σταυρό κι άλλες χειρονομίες. Δεν αγαπώ το κατσαβίδι, δε λατρεύω το αυτοκίνητο, το παπούτσι, το μπάφο ή τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.

Άλλος κόσμος, φίλε. Εξωγήινος. Όπως έγραφα και στην εισαγωγή. Ψάχνει η αγνή καρδιά τόπο δίχως καρκίνο, στο πλατύ κόσμο μια θέση. Μάταια. Μα είναι κι αυτός ένας λόγος, που γράφω εδώ, έτσι εκτεθειμένος. Παλεύω να βάλω μια τάξη, να βρω το στοιχείο εκείνο, που πιθανόν να λειτουργήσει ως κρίκος συνδετικός με ανθρώπους πολιτισμικά ξένους, μα που ωστόσο - παρά τη μαλακία τους κι αυτοί - παλεύουν μ' ευγενικές προθέσεις, για μια κοινωνία λεύτερη απ' τη μιζέρια, το φασισμό, την εκμετάλλευση.

Μα τούτοι οι ίδιοι άνθρωποι, που σήμερα γκρεμίζονται στην κόλαση - με την πλέον άδολη καθαρότητα - για την κάθε αδικοχαμένη ψυχή, οι ίδιοι γυρίζουν την επόμενη και μιλούν, και φαφλατίζουν, και συνθηματίζουν για αγχόνες κι άλλες συναρτήσεις. Αγχόνες μελλούμενες κι αγχόνες παρελθούσες. Και λες: το καταλαβαίνω αυτό το μίσος, έχω κι εγώ μια γωνιά στα σωθικά μου μ' αυτό τον κακοήθη όγκο. Μα είναι χρέος να διακρίνει κανείς το αδιέξοδο σ' αυτό το μίσος, είναι ανάγκη επιτακτική να μεταποιηθεί η κόλαση σε βαθιά συνείδηση, σ' εγρήγορση, σε σπορά δημιουργίας, σε γέννα. Όχι σε θανάτο, όχι σε σκότος. Το βάρος ολάκερης της αλυσίδας, πρέπει να το νιώθει ο κάθε κρίκος μέσα του. Και να σπάζει όταν είναι χρεία. Να πάψει η αλυσίδα πρέπει. Γιατί δεν έχει καθόλου πλάκα να κρεμάς έναν άνθρωπο - έστω και μισητό. Το 'χω νιώσει το συναίσθημα, αλλά δεν έχει πλάκα. Δεν έχει, αν σέβεσαι το πρόσωπο του Ανθρώπου, σε κάθε άτομο χωριστά κι όχι στις σφαίρες των ιδεατών και των ανέμων. Αν σέβεσαι τη ζωή ως κάτι ανεπανάληπτο και ιερό, τόσο ιερό που και στη θέα της μεγαλύτερης ασχήμιας να ρωτάς τον εαυτό σου: ποιος είμαι εγώ που σηκώνω το χέρι εναντίον της; ποιος είμαι εγώ που έτσι αψήφιστα βαφτίζομαι κριτής; σε ποια γη πατώ για να σηκώσω την έτερη γη ετούτη;

Η αγχόνη είναι η ήττα μας, δεν είναι νίκη. Είναι η κηδεία, όπου κάθε επανάσταση θάβει τελικά την ελπίδα. Δεν είναι τίποτα γλέντι της νέας εποχής. Η αγχόνη δεν είναι ο τυχαίος, κτηνώδης κι εμετικός φόνος της μάχης, της αδρεναλίνης και του αίματος, της επιβίωσης και της λύσσας. Η αγχόνη, όταν προπαγανδίζεται, είναι ψύχραιμη και συνειδητή, είναι η βία οργανωμένη και υπολογιστική, είναι ήθος πρόστυχο κι εκπόρνευση δικαιοσύνης. Είναι ηθική χαμηλότερη, πολλά σκαλιά, κι απ' τον σκληρό κώδικα των οφθαλμών και των οδόντων: ξεπουλάει τις σκληρές μα τίμιες επιταγές των επιμέρους αδικιών, με την ανάθεση στους διασκεδαστές (ποιοι άραγε θα είναι ετούτοι οι νέοι ιθύνοντες;) της αποκτηνωμένης μάζας και της τυφλής θηριωδίας. Τέτοιες ηθικές, όχι μόνο δε δικαιώνουν την παλιά αιματοχυσία, μα και το νέο αίμα βαθιά το αδικούν και το προσβάλλουν. Η αγχόνη είναι η γεύση του νέου κράτους, που προσγειώνεται ίσα καταπάνω στο σβέρκο των αναδιαταγμένων αδυνάμων, παρά η απελευθέρωση του ανθρώπου απ' το κτήνος και το ιστορικό τέλος της ανισότητας.

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#03]

Η περιορισμένη αντίληψη, η στενεμένη καρδιά, πως για να πολεμήσεις κάποιον πρέπει σώνει και καλά να τον μισείς, είναι μια θλιβερή παρεξήγηση πολλών αγωνιστών. Αν για να πολεμήσουμε δε γίνεται παρα να μισούμε, τότε δεν υπάρχει καν λόγος θαρρώ να πολεμήσουμε. Δεν υπάρχει ελπίδα κι ούτε φέρουμε τίποτα νέο μέσα μας, άλλο από την υπόσχεση νέων θανάτων. Κι ωστόσο, το μίσος γίνεται ακόμη μεγαλύτερο δεινό όταν, ακολουθώντας σα σκιά τη στενή τούτη αντίληψη, φτάνει κάποτε να γίνει πολιτική το ίδιο, φτάνει να διατρανώνεται ως αγωνιστική αρετή. Στο κατόπι αυτή της κατάντιας, ο φασισμός γελά σ' όλα τα χρώματα και τα πλάτη. Στέφεται αδιαφιλονίκητος ηγέτης, ασχέτως έκβασης. Θλίψη. Όλος ο κόσμος μοιάζει εξορία, για την αγνή καρδιά που γυρεύει έναν τόπο καθαρό να σταθεί. Όχι τόπο καθαρό από αίμα - τ' ειν' αυτό; - μα τόπο καθαρό απ' τον καρκίνο.

Το μίσος είναι συναίσθημα σεβαστό, γιατί σεβαστές είναι η αιτίες του, κρίματα ασήκωτα για την ψυχή του ανθρώπου, που έχει τα πάντα να βαστάξει και πουθενά να βασταχτεί. Μα το μίσος είναι προσωπικό, το μίσος είναι του ατόμου, δεν είναι των μαζών. Μόνο τότε είναι αληθινό, είναι φωτιά μ' αξία καθαρτική. Γιατί είναι βίωμα, είναι θεριό που ζητά το αίμα του, είναι βουνό με ρίζες ίσα κάτω στις λάβες του αβάσταχτου. Μα σαν το πέρνουν να ντυθούν οι μάζες γίνεται ψεύτικο, γίνεται σκηνικό και φύλλο του ανέμου. Γιατί σ' αυτά τα μήκη και τα πλάτη των λαών το μίσος δε φτουράει, εξατμίζεται αντιστρόφως ανάλογο του τετραγώνου της απόστασης. Αμα δηλαδή δεν είναι κάποιος να το εμψυχώνει και να το αναδαυλίζει διαρκώς. Συνεπώς, δεν είναι τα κοινά βιώματα, που εγγυώνται το μοιρασμένο μίσος, μα είναι τα λόγια του συρμού και τα κηρύγματα της πεπατημένης, είναι η επιτηδειότητα και μια υστεροβουλία. Τα λόγια, τα κηρύγματα, δεν έχουν προθέσεις από μόνα τους, δεν παρθενογεννώνται. Κάποιοι τα γράφουν, κάποιοι τα φωνάσκουν, κάποιοι τα διαδίδουν. Κι αυτοί οι κάποιοι έχουν σκοπούς, έχουν ατζέντες, έχουνε δόλο. Τώρα, το μίσος γίνηκε πια ολάκερη στατηγική, ξέφυγε της καρδιάς, γίνηκε του μυαλού. Φύγαμε πια γι' αλλού, εκτροχιαστήκαμε προς το χαμό μας. Γίνανε όλα αμφιβολίες και γκρίζες ζώνες. Αν το μίσος γίνει του μυαλού, τότε τα πάντα έχουν τελειώσει: εχθρός μπορεί να γίνει ο καθένας, ο σύντροφος, ο αδερφός, η μάνα μας.

Ετούτη η μάνα, όμως, που 'μεινε χωρίς παιδί, έχει κάθε δικαίωμα στο μίσος. Ο γιος που ξεφτιλίζεται σε κοινή θέα απ' τον πατέρα, ο κρατούμενος που νιώθει τη φάλαγγα να του τσακίζει το κορμί, ο αντάρτης με την ξεκληρισμένη οικογένεια μα και συμμετρικά ο χωροφύλακας που 'χασε αδερφό από βόλι αντάρτη (δεν τα ζυγίζω, απλά λέω), το κορίτσι που βίασαν σειρά μετά τη μάνα του ντουζίνες μισθοφόρων, άνθρωποι που είδαν μπροστά στα μάτια τους τη σάρκα του ανθρώπου ν' ανοίγει στα δύο, τούτοι και μύριοι όσοι, ναι, τούτοι έχουν δικαίωμα στο μίσος. Μίσουν και να μισούν ολόψυχα, τους πρέπει. Να μισούν χίλιες φορές, σα κόλαση, σα λυσσασμένη θάλασσα. Να μισείς ανθρώπινα σημαίνει να μισείς από κάποια στερημένη δικαιοσύνη κι όχι από πλύση εγκεφάλου παιδιόθεν. Σημαίνει να μισείς μ' αυτήν την ένταση που μόνο το πετσί σου γνωρίζει. Μα κι αλλιώς να γίνεται - δε μίσησαν όλες οι μάνες δολοφόνους κι άλλες συγχώρεσαν - ψάξε να βρεις εσύ παρηγοριά για την καρδιά που της έλαχε να χάσει τα πάντα κι έλα μετά να πεις το μυστικό κι εμένα. Μα ως εκεί.

Δε μπορεί ο πολιτικάντης επαναστάτης να με μολύνει, χτίζοντας πάνω μου πρόστυχες ρητορείες περί ταξικού μίσους, κι ας έχω κάθε λόγο εγώ, ως εργάτης, να μισώ τ' αφεντικό μου. Δε μπορεί ο κάθε γραφιάς ινστρούχτορας να μου πλασάρει το νοικοκυραίο για εχθρό μου κι ας είναι κάθε ελευθερία σε μένα να μισώ το νοικοκύρη που με κάρφωσε. Δε μπορεί καμιά επαναστατική ιντελιγκέντσια να μπαίνει και να σεργιανά με τα βρώμικα ποδάρια της στο νου μου, υποδεικνύοντάς μου το φασίστα ως υπάνθρωπο κι ας τον μισώ πρώτος εγώ, στο πρόσωπο όλων των νεκρών σωμάτων, όσων ξεβράστηκαν στην αντίληψή μου, από τότε που κατάλαβα τον πρώτο πόνο ανθρώπου από άνθρωπο. Δε μπορεί η πολιτική να πιάνει το μίσος και να το χρησιμοποιεί για όπλο, πολεμώντας τη μία κτηνωδία με άλλη μεγαλύτερη. Πρέπει να στέκεται κυματοθραύστης στις επιθέσεις της αποκτήνωσης, ακόμη κι αν η τελευταία είναι σωστά αιτιολογημένη στο πρόσωπο του ενός. Δεν είναι πολιτική ο παραλογισμός αυτός αποστέρησης του ανθρώπινου στοιχείου, από ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, είτε ολιγάριθμες (εφοπλιστές), είτε πολυπληθείς (ακροδεξιοί), αλλά ξεκάθαρο στοιχείο φασισμού. Δε θες, όμως, να μιλάμε για φασισμό στο σπίτι μας. Να τον πούμε, τότε, πόρνη; Να τον πούμε βεντέτα; Πες τον όπως θες και πάγαινε μετά δέκα χιλιάδες χρόνια πίσω ή μόλις χθες. Μα ούτε βήμα στο αύριο, μ' όμοια μυαλά.

Πολιτική δε σημαίνει να μου υποδείξεις πώς να μισήσω το φασίστα, αυτό είναι δική μου δουλειά. Πολιτική σημαίνει να μου υποδείξεις τι είναι ο φασισμός και τις συνέπειές του. Να με βοηθήσεις να τον αναγνωρίζω γύρω μου, σε κάθε εκκωφαντική ή διακριτική του έκφανση. Να με προκαλέσεις να αναλάβω τις ευθύνες μου, όχι να με κατευθύνεις. Κι οι ευθύνες μου αυτές είναι πολιτικές, όχι συναισθηματικές.

Πολιτική σημαίνει να μου δείξεις πρωτίστως τις αιτίες - όποιες νομίζεις - της αθλιότητας, να μου δείξεις τις αλληλουχίες της σκλαβιάς, της πείνας μου, της ένδειας. Στόχος καλόδεχτος κι ευγενικός. Δε σημαίνει όμως να μου υποδείξεις πώς θα νιώσω και για ποιον, ούτε για ποιες αιτίες θα επιλέξω να παλέψω. Πολιτική σημαίνει να με οργανώσεις, να με προετοιμάσεις, να με υπολογίσεις. Να μου δείξεις τα μέσα ή - καλύτερα - να μου δείξεις κάποια από τα πιθανά μέσα και τις δυνατότητες ή στόχους του καθενός. Αν, δηλαδή, διακρίνεις στον εαυτό σου, στην ομάδα σου, πως έχει κατακτήσει κάποια γνώση. Κάνε με σύμμαχο, σύντροφο, όχι μέλος. Άσε με να μπολιάσω τα μέσα με την ιδιοσυγκρασία μου.

Πολιτική σημαίνει ακόμα να 'χουμε κάτι χρέον υπεράσπισης κι όχι σαν τις ορδές των αμαθών, φύλλα στον άνεμο, να ορμούμε όπου μας υποδείξουν, επιβιώνοντας από το πλιάτσικο, αντί να δρέπουμε σοδειές. Κι ακόμη γιατί, σαν έχεις όντως κάτι να υπερασπίσεις - ένα σπίτι, έναν τόπο, ένα ήθος - είναι όλα ετούτα που θα καθορίσουν καθαρά και ξάστερα, πρακτικά και στέρεα, ποιος στέκει εμπόδιο κι ενάντιος, ποιος όχι - κι ας λένε οι θεωρίες ό,τι θένε για τάξεις κι ιστορικούς προτσέδες. Άμα φέρω μέσα στην πάλη μου το ήθος που οραματίζομαι, η νίκη θα διαμορφώσει το τοπίο απρόβλεπτα. Άμα ρίξω την ταξική κοινωνία, αλλά δεν ξέρω τι άνθρωπος είμαι και τι ζητώ απ' τη ζωή μου, πάλι ταξικός θα καταντήσω.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε δεκαετίες για τον ορισμό ή το περιεχόμενο της πολιτικής και πάλι να μη καταλήγουμε. Μα πάντα και πρωτίστως, πολιτική θα σημαίνει τούτο: να επιθυμούμε το μαζί. Η πολιτική δεν έχει ενικό αριθμό. Όταν το τελευταίο εκλείψει, όταν το μαζί διαρρηγνύεται στα επιμέρους, η πολιτική ηττάται και επιβάλλεται απλά ο δυνατότερος. Ό,τι ακολουθεί - ξεκαθαρίσματα, εξορίες, εμφύλιοι - τα λέμε πολιτική μόνο κατ' ευφημισμό, για χάρη της κουβέντας και τα ιστορικά βιβλία.

Πολιτική, όμως απ' την ανάποδη, δε σημαίνει φυσικά ομόνοια, σύμπνοια, δε σημαίνει αδερφοσύνη ή αγάπη. Σημαίνει συνύπαρξη. Συνύπαρξη με προϋποθέσεις και βάση κάποιον κοινό παρονομαστή, που σχεδόν κατά κανόνα - άμα το τραβήξεις ως τέρμα - ανάγεται στην κοινή ανθρώπινη μοίρα. Πολιτική δε σημαίνει να υπομένεις το απαράδεκτο για χάρη μιας εικονικής ειρήνης. Σημαίνει, όμως, να τραβάς την υπομονή σου μέχρι τέρμα, αναγνωρίζοντας - στην ανείπωτη ιστορική κληρονομιά του αίματος - πως αν πιάσει το μαχαίρι να ζητά λογαριασμούς, όλοι θα μείνουμε φτωχότεροι. Σημαίνει να πιστεύεις, μέχρι την τελική στιγμή, πως υπάρχει ελπίδα, πως υπάρχει κι άλλος δρόμος.

Πάνω σ' αυτή τη σειρά σκέψεων, ο πολιτικός άνθρωπος αρνείται με πείσμα το πολιτικό μίσος. Δε ρίχνει λάδι στη φωτιά, δε βάζει λόγια. Στο πρόσωπο του φασίστα αναγνωρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου πεπτωκότα, μα πάντα ανθρώπου. Αυτή είναι η ράτσα μας κι εύκολα εκτροχιάζεται στο κτήνος. Στο πρόσωπο του φασίστα αναγνωρίζει τον εαυτό του, όχι ως ήθος απαραίτητα, αλλά ως το κτήνος, που συχνά ελλοχεύει σε όλους μας. Στο πρόσωπο του φασίστα αναγνωρίζει, πολύ περισσότερο, την ήττα μιας ολόκληρης κοινωνίας κι όχι ενός ανθρώπου μονάχου. Γι' αυτό ζητά να εξολοθρεύσει το φασισμό από την κοινωνία κι όχι από τ' άτομα. Με τα τελευταία αναμετράται κατά καιρούς στο πεζοδρόμιο, όμως αναπόφευκτα. Δυστυχώς, κάποια πράγματα δε φαίνεται ελπίδα να γίνονται αλλιώς. Αλλά ο πολιτικός άνθρωπος, που παλεύει στο δρόμο, θα 'πρεπε να φέρει θλίψη κι όχι περηφάνεια. Δε θα 'πρεπε να χαχανίζει με τις πετυχημένες καρπαζές, να νιώθει περήφανος με τ' ανοιγμένα κεφάλια. Μα να θλίβεται, που τα πράγματα φτάσαν να γίνουν όπως έγιναν, που δε ευοδώθηκε να γίνουν αλλιώς, που 'πρεπε ν' ασκήσει εξουσία και να επιβάλλει υποταγή.

Αυτό που νιώθω, η κινητήρια φωτιά εντός μου, στον πολιτικό στίβο πρέπει να φτάνει μεταποιημένη ως υπέρβαση του εγώ, να στοχεύει σε δομές, θεσμούς και σχέσεις κι όχι σε άτομα, φυλές ή κάστες. Στο άτομο έχουμε χρέος να βλέπουμε, μέχρι τελευταίας στιγμής, μια δυνατότητα ή μιαν υπόσχεση. Όχι μόνο στους ημέτερους, αλλά σε όλους, τους βάζει δεν τους βάζει ο νους μας. Δεν είναι από αφέλεια, που μιλώ, δεν είναι μόλις χθες που πήρα τους ανθρώπους μυρωδιά. Μα είναι από καχυποψία στις θεωρίες και τους ορισμούς: ποιος είναι ο φασίστας, ποιος δεν είναι; ποιος είναι ο νοικοκύρης, ποιος δεν είναι; ο πατριώτης; ο εθνικιστής; ποιος αξίζει να ζήσει και ποιος όχι; Ποιος ορισμός δεν πιάνει ένα ποδάρι ή μια τούφα απ' τον καθένα μας; Και ποιος θα κρίνει;

Άλλος, να κρίνει ο νους λέει, κι άλλος να κρίνει το μαχαίρι. Κι εγώ λέω, από τα δύο τίποτα. Κανείς κανένα να μην κρίνει, εκ των προτέρων. Κι ούτε να κρίνουν τα κεφάλια που ανοίξαμε, το αίμα που χύσαμε, ο πόνος που προκαλέσαμε. Μόνο ας κρίνουν τα έργα, που αφήσαμε, οι σχέσεις που χτίσαμε, τα λίκνα που παλέψαμε να υπερασπίσουμε, με όλους τους δυνατούς τρόπους πρώτα, πλην της βίας τελευταίας.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#02]

Τούτων λεχθέντων, μπορώ να προχωρήσω πλέον σε ό,τι ανοησία, τέλος πάντων, έχω κι εγώ το θράσσος να εμέσσω. Σχεδόν ασυναίσθητα κι από τα βάθη μιας ριζωμένης αποστροφής, ετούτη η εισαγωγή μοιάζει προ-αποφασισμένη από χρόνια. Μιλώ για εκείνη την πρώτη φορά, τότε που ένιωσα πραγματική και βαθιά ντροπή για τη θέση και τη συμμετοχή μου. Νέα Φιλαδέλφεια 2013, αντιφασιστική πορεία. Η λεωφόρος κλειστή, εγώ πρώτη μούρη, πανό στο χέρι (μεγάλη η χάρη μου), αυτοκίνητα σταματημένα, σούσουρο και συνθήματα. Κλασικός και τυποποιημένος περίπατος του θεαθήναι. Άιντε, τη βγάλαμε κι αυτή την υποχρέωση. Η ατμόσφαιρα αναφανδόν προσποιητή: φωνές ξεψυχισμένες, πάθη προσποιητά, βήμα επιταφίου. Ως συνήθως, δηλαδή. Δεν υπονοώ ότι οι προθέσεις ή τα αισθήματα ήτανε όμοια προσποιητά. Ούτε γι' αστείο. Ούτε εννοώ όλες εκείνες τις πορδές και τα λογής καρύδια, που χώνονταν και θα χώνονται πάντοτε στις πολυπληθείς ομάδες: κρυφο-φασίστες, ρουφιάνοι, τυχοδιώκτες, ύαινες. Δε θα χάσω ποτέ τα λόγια μου, αναφερόμενος σε τέτοιους κι ας προχωρήσουμε.

Το προσποιητό αναφέρεται σε όλους εμάς, που μεγαλωμένοι αλλιώς και μ' άλλα ήθη, έθιμα και γλώσσα (εδώ δεν ηθικολογώ, μιλώ ίσα), ενδυόμαστε ήθη, έθιμα και γλώσσα παντελώς ξένα με τα δικά μας. Ετούτες οι παράτες με τα πανό και τις σηκωμένες γροθιές, αυθόρμητα ξεσπάσματα άλλων εποχών ή καταστάσεων, εποχών γεμάτων ψυχή και αίμα, σήμερα κυκλοφορούν σα νεκροζώντανοι πιθηκισμοί. Τα φοράμε σα ρούχο ξένο ή δανεικό, ενοχλητικά παράταιρο, καταντώντας έτσι παλιάτσοι και μασκαράδες. Το μυαλό μας δε φτάνει παραπέρα κι ούτε έχουμε το ταλέντο να δημιουργήσουμε μια νέα, δική μας γλώσσα. Ξεπατικώνουμε αντιδράσεις ετοιματζίδικες, προχωρούμε πάνω στα εξωτερικά σχήματα του παρελθόντος, πάνω στην ασφάλεια μιας αδιέξοδης πια πεπατημένης, η μια μετά την άλλη, γενιές άγονες και αδιάφορες. Στο κάτω-κάτω δεν έχουμε και πολλά καινούργια να πούμε. Αναμασάμε σα μυρηκαστικά τα σωθικά μας. Τους αριστερούς να πιάσεις; διαβάζουνε ακόμα μπροσούρες που κοντεύουν 150 χρόνια. Τους αναρχικούς; έχουν μείνει σε Μπακούνιν και Μαλατέστα. Για τους δεξιούς τι να πω, θεωρητικό υπόβαθρο μηδέν. Μόνο βολή και ψώνια. Θα τα πούμε και παρακάτω τούτα, καθώς ίσα-ίσα δεν τα υποτιμώ καθόλου (όχι τα ψώνια, τα προηγούμενα). [ Οι γενικεύσεις μου, επίσης, άμεσα κατακριτέες, ανεκτές μόνο χάριν ροής κάποιου νοήματος. ]

Σ' αυτή την - να την πούμε αναπόφευκτη - μασκαράτα, πιάσαμε το λοιπόν κάποτε να φωνάζουμε και το κλασικό χιτάκι της εποχής: Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες! Τούτη η ασύλληπτη φασιστική καφρίλα, αυτό το ξέπλυμα απύθμενης ανοησίας, μου 'χε κάτσει καταμεσίς σε φάρυγγα, οισοφάγο και διάφραγμα, από την πρώτη κιόλας στιγμή που γνωριστήκαμε, καιρό πριν τη φάση που περιγράφω. Κι όπως θ' αναλύσω σε λίγο, δε μπορώ να το χωνέψω πως στην εποχή μας, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι νοήμονες, που καταντούν στην αναπαραγωγή τόσης βλακείας, έτσι ανερυθρίαστα.

Θυμάμαι, λοιπόν, το σκηνικό: φωνές επιτηδευμένα αγωνιστικές να ξεστομίζουν το παραπάνω ξέρασμα, άλλες αδιάφορες, άλλες με στόμφο και σάλια, άλλες γελώντας λες και τραβούσαμε για κάνα πανυγήρι. Τα βήματα των περαστικών ανήσυχα ή περίεργα, βλέμματα τρομαγμένα πίσω απ' το τζάμι ενός καθηλωμένου τρόλεϊ, αναστάτωση κι ευτελισμός, εικόνες σουρεάλ και γραφικές. Το κερασάκι στην τούρτα: όλες ετούτες οι χαριτωμενιές και τα μειδιάματα, το κλειστό ματάκι και το σχιστό χειλάκι όλο νόημα, καλά τα καταφέραμε κι απόψε, δώσαμε ένα στίγμα όσο νά 'ναι. Όμως ο αληθινός πολιτισμός, που άθελα μεταδίδαμε ανάμεσα στα συμφραζόμενα, από αγνή ηλιθιότητα κι όχι με ιδιαίτερα προσχήματα, ήταν διαφορετικός και κάθε άλλο παρά αντιφασιστικός. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν πολιτισμός ανθρώπων, που ένιωθαν να φέρνουν εις πέρας κάποιο χρέος σοβαρό ή μιαν ευθύνη, όπως η στοχευμένη παρέμβαση στη μικρή, τοπική μας κοινωνία.

Πώς είχα ξεγελαστεί, λοιπόν, κι είχα βρεθεί να περπατώ ανάμεσα σε ανθρώπους τόσο αστείους; Τι γύρευα ανάμεσα στους αλαφρείς και τους εύκολους, που μέσα στην αλαφράδα τους καταντούσαν επικίνδυνοι; Τι σχέση είχε το ήθος στο οποίο γύρευα να μετάσχω με αυτή τη συσσωρευμένη απογύμνωση, κάθε αξιοπρέπειας του νου; Αηδίασα με τον εαυτό μου, με τους συνανθρώπους μου, με τον κόσμο, το σύμπαν και τα πάντα όλα. Να τα πιάσουμε, λοιπόν, από τη ρίζα τους, παίρνοντας ως τέλεια αφορμή και σύμβολο, το ζωώδες ετούτο σύνθημα, που αποβλακώνει και αποκτηνώνει το φέροντα κι έχει βαθιά τις ρίζες του στην τρικυμία εν κρανίω ενός συγκεκριμένου τύπου - διόλου ασυνήθιστου - αγωνιζόμενου ανθρώπου. Τα παρακάτω αναφέρονται ισοδύναμα σε οποιονδήποτε «επαναστατικό» χώρο αναπαράγει το συγκεκριμένο ήθος, ασχέτως απ' τις καταβολές του: αριστερές, αναρχικές, οικολογικές, lgbtq και δε συμμαζεύεται.

Φασίστες κουφάλες έρχονται κι άλλοι φασίστες

Για να ξεμπερδεύουμε με τα εύκολα, το σύνθημα ετούτο είναι καταρχάς παντελώς ακαλαίσθητο. Αντί για παιδί της Νυκτός και του Ερέβους, είναι μάλλον εξάμβλωμα της Αμάθειας και του Γηπέδου, της Ασχήμιας και του Οχετού. Είναι εύκολο, πιασάρικο έχει και μια βρισιά κι όλη η παρέα των πεντάχρονων νιώθει πολύ μαγκιά, κάθε που το αναπαράγει. Θα είχε σκέτη πλάκα, αν παρέμενε απλά γκράφιτι πάνω σε τίποτα τσιμεντότοιχους της παλιάς εθνικής, δίπλα στα «Βουλκανιζατέρ ο Γιάννης» και «Πωλούνται οικόπεδα». Αλλά δεν είναι έτσι. Ανα-μεταδίδεται, ανα-τυπώνεται, ανα-διατυμπανίζεται, ξανά και ξανά και ξανά, από φυλλάδια, εξώφυλλα, πορείες, μπροσούρες, αφίσες, καθημερινές κουβέντες και πάει λέγοντας, γίνεται μέσο πολιτισμού. Κακόηχο, ακαλαίσθητο, ανόητο. Επειδή, ωστόσο, δεν έχω σκοπό να προχωρήσω σε καλλιτεχνική ανάλυση, ας το λήξουμε εδώ.

Το πλέον επικίνδυνο χαρακτηριστικό ετούτης της ανοησίας (εκτός της ανοησίας της ίδιας, αρκούντως επικίνδυνης από μόνη της) είναι ότι αναπαράγει το φασισμό το λιγότερο νοηματικά, αλλά κατά μείζονα λόγο φύσει και θέσει. Κι εξηγούμαι, με λόγια λιτά και σύντομα: είναι φασιστικό διότι ανάγει το συναίσθημα σε πολιτικό μήνυμα κι αν αυτό δεν είναι συστατικό στοιχείο και αρχή φασισμού, τότε τι διάολο άλλο είναι; Να το πούμε κι αλλιώς: δε συνιστά πολιτικό σύνθημα με αφετηρία κάποιο συναίσθημα, κάτι που θα 'ταν ούτως ή άλλως φυσιολογικό, αλλά υποβιβάζει τον πολιτικό στίβο σε απλή αρένα και ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Μάλιστα. Ωραία.

Τι μας λέει, από σκοπιά πολιτική, το σύνθημα αυτό; Τίποτα απολύτως κι ολοστρόγγυλο μηδέν, σαν τ' ολόγιομο φεγγάρι. Μας λέει άραγε ποια πολιτική εκφράζουν οι αλαλάζοντες; Μπα. Μήπως, πάλι, μαθαίνουμε κάτι για τα ιδανικά που υπερασπίζονται ή οραματίζονται; Ούτε, εκτός κι αν οι κρεμάλες συνιστούν όραμα. Αποτελεί μήπως πρόσκληση σε αγώνα ή εγχείρημα ενθουσιασμού; Μεγάλη πλάκα. Συνιστά επιταγή δικαιοσύνης, με όρους πόλεως και όχι ένοπλου αντάρτικου; Για ποια αδικία, ποιο έγκλημα, ποια ταξική πάλη; Μήπως στην τελική αποτελεί μια κραυγή αρχετυπικής αναγκαιότητας ανθρώπων που απλά πεινούν, πονούν ή εκφράζουν κάτι υπαρκτικά θεμελιώδες; Μα πού πάω και τα βρίσκω; Ενώ, όμως, το πολιτικό νόημα είναι ανύπαρκτο, το ήθος του συνθήματος είναι εκκωφαντικά ξεκάθαρο, όσο και κτηνώδες: δεν καταφεύγει στη βία ως ύστατη λύση, αλλά την εκθειάζει, σε μια συναισθηματική εκτόνωση μεγατόνων. Οι άνθρωποι που αναπαράγουν τόση βλακεία δεν αποτελούν, σε καμία περίπτωση, πολιτικά όντα, αλλά διάγουν ακόμα σ' ένα προ-πολιτικό στάδιο εφηβείας, για να μην πάμε κι άλλο πίσω.

Δε συζητάμε εδώ για τίποτα πολιτικές της γραβάτας και του «σας παρακαλώ», ούτε όμως φτάσαμε διαμιάς στο άκρο του μαχαιριού και της αγχόνης, ακυρώνοντας έτσι την αληθινή πολιτική πάλη. Κι αληθινή πολιτική πάλη είναι όχι εκείνη που φοβάται το ένοπλο, αλλά αν είναι δυνατόν εκείνη που το απεχθάνεται. Εκείνη, που εξαντλεί και την παραμικρή ελπίδα να μην κυλήσει στο θάνατο, καθώς έχει αφετηρία και φάρο το ανεπανάληπτο της ζωής.

Ο αγωνιστικός-επαναστατικός χώρος μοιάζει να κατατρύχεται από νοσηρότητες σωρό, εκ των οποίων μία και η συναισθηματική προσκόλληση σε κούφιες παραδόσεις. Ετούτο το ψυχολογικό καθεστώς, το οποίο επισήμως μπορεί να μη φαίνεται ξεκάθαρα, μαστίζει ωστόσο τις ατομικές συνειδήσεις, όπως αποκαλύπτεται περίτρανα στις συζητήσεις, τους ιντερνετικούς σχολιασμούς, τις πολιτικές αναλύσεις. Φιμώνει τη γόνιμη αγωνιστικότητα κρατώντας την δέσμια μιας κεκτημένης συνήθειας κι ως εκ τούτου περισσότερο αντιδραστική, παρά επαναστατική.

Μιλώ, φυσικά, για τον ιδιαίτερο φετιχισμό των όπλων, τη γλώσσα και την πολεμική του ανταρτοπολέμου, το μανικό μίσος του Εμφυλίου. Σε μικρότερο βαθμό, μιλώ για μια συνωμοτική κρυψίνοια και μια καχυποψία, ένα στείρο συντροφισμό με στοιχεία παρεούλας κι όχι στοιχεία ανοιχτού καλέσματος, μια δομική τάση προς τη μαυρίλα, την κατάθλιψη και την ηττοπάθεια σε ρόλο αντίστροφης ψυχολογίας (πολύ καλά καμουφλαρισμένης): οι αληθινές νίκες θα απαιτούσαν από το άτομο και αληθινή ανάληψη ευθυνών, τώρα αρκεί η μυξοκλάψα και η εξάντληση των δυνάμεων σε μικρές δράσεις, που κανέναν δε βλάπτουν κι ούτε κανέναν οφελούν. Το διεφθαρμένο καθεστώς παραμένει πρώτο κινούν και μοναδικός υπόλογος κι έτσι αρκούμαστε σε μια θέση υπαλληλάκου, δηλαδή εκείνου του ταπεινού, που αρκείται στο καθαρό γραφειάκι και τον πάγκο του, δίχως να τον βαραίνουν οι πραγματικές αποφάσεις.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Χειμώνας βαρύς [#01]

Κοντεύουν εφτά γεμάτα χρόνια, από τις μέρες εκείνες, τότε που τα πάντα έμοιαζαν πιθανά. Τι κι αν η δήλωση αυτή φαντάζει, εν πρώτοις, αφελής και ρομαντική. Στάσου μια στάλα και κράτει τον οίκτο σου αναγνώστη, δε θα 'πρεπε έτσι αβίαστα να κρίνεις. Γιατί ποιος θα τολμούσε, σαν άλλη Κασσάνδρα, να θεωρήσει  εαυτόν ικανό σε τέτοια προδικάσματα και προφητείες; Για τη χαοτική εκείνη ανθρώπινη δυναμική, πήξαμε στις εκ των υστέρων προφητείες. Κι όμως τότε, τα πάντα μύριζαν υπόσχεση. Εξ' ού και τόσες ύαινες μαζωμένες, για όποιον είχε φυσικά μάτια να τις δει. Εγώ, να πούμε την αλήθεια, δεν είχα.

Έκτοτε, λοιπόν, συνέβησαν τα μύρια όσα σοβαρά κι ισάριθμα τόσα ευτράπελα, τα οποία άπαντες φυσικά γνωρίζουμε από το πρώτο χέρι, το βαρύ. Διότι συνέβησαν επάνω στο πετσί μας και σε πολλούς κι απ' το πετσί βαθύτερα. Πακέτο πάνε αυτά, βεβαίως, και με τις προσωπικές ερμηνείες καθενός, επί των γεγονότων. Την κόψη όμως την κοινωνήσαμε άπαντες, ως γεγονός κοινό και κοινή αλήθεια. Τώρα, αν οι μισοί βλέπανε χειρουργικά νυστέρια κι οι άλλοι μισοί τσεκούρια, ο καθείς και το μάτι του. Αν ήταν να υπάρχει και τρίτο μισό, δε θα 'ταν παρά όλοι αυτοί οι αφανείς νεκροί που, σε κάθε εποχή και τόπο, συγκολλούν με το θάνατό τους τα νοήματα, ώστε από την πολλή την αποδόμηση να μην ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε. Πίσω στη ροή του λόγου, λοιπόν, και στις μεθόδους τετριμμένες ή μη - αναλόγως του αναλυτή - με τις οποίες κάθε όραμα και κάθε ανάθεση ξεπουλήθηκε δια του πλέον ξεδιάντροπου τρόπου. Με άλλα λόγια, αχαλίνωτα, ακαλαίσθητα και επανειλημμένα. Κι η κοινωνία - όποια πτυχή της θε και να πιάσεις  - απέμεινε ξάφνου κοκκαλωμένη κι αμήχανη, ακόμα και για τους ενορατικούς. Ληθαργική κατάσταση στην οποία παραμένει, σε γενικές γραμμές, ως και τα σήμερα.

Θα μεταβώ, τώρα, στην προσωπική σφαίρα, η οποία ούτως ή άλλως αποτελεί και την απόληξη κάθε τίμιας σκέψης - όσων δηλαδή παλεύουν να σηκώσουν την ευθύνη που τους αναλογεί, συνειδητά κι ελεύθερα κι όχι ως βόδια στον αραμπά ζεμένα. Η ανάλυση, όταν είναι τίμια, δηλαδή ειλικρινής μέσα στην μερική της θέαση, οδηγεί όμοια και σε τίμια θέση: είτε στην ορθή δράση, που σημαίνει δηλαδή τη συνεπή με την αντίληψη, είτε στην παραδοχή μιας θαρρετής δειλίας, μ' άλλα λόγια, τέτοιας που να μην αλλοιώνει τα συμπεράσματα, έρμαιο της ντροπής. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα στην πράξη, καθότι συχνά δυσδιάκριτα στέκουν τα αίτια της αδράνειας: πρόκειται όντως περί δειλίας (βάλε αν το θες βολέματος) ή μήπως το βάρος μιας δεδομένης αμηχανίας - για την οποία θα συζητήσω εδώ - είναι επιπόλαια υποτιμημένο;

Ετούτη η προσωπική κατάθεση, η οποία συνιστά συνάμα και λόγο πολιτικό, ας διαβαστεί με μια απαραίτητη συνθήκη ή αλλιώς μέσα στο εξής πλαίσιο: τους ανθρώπους, που αγωνίζονται για κάτι, τους σέβομαι και τους θαυμάζω μέχρι στα πέρατα της λέξης, πρωτίστως γι' αυτή τους την αρετή. Δε χρειάζεται να ξέρω τίποτε περισσότερο γι' αυτούς, αν ας πούμε οι αρετές τους πλεονάζουν ή εξαντλούνται εκεί. Απλά ότι υπάρχουν κι ότι γίνεται. Επαναδιατυπώνω: τους ανθρώπους, που αγωνίζονται φυσικά για κάτι, έξω από το προσωπικό τους το συμφέρον. Ακόμα κι αν δε συμφωνώ μαζί τους, ακόμα κι αν διαφωνώ κάθετα, ακόμα-ακόμα κι αν θα μπορούσα να τους ονομάσω εχθρούς. Ακόμα κι έτσι, πάντα θα υπάρχει εκείνο το βαθύ πείσμα κι ένας αυθορμητισμός, στα οποία υποκλίνομαι. Οι άνθρωποι ετούτοι δε συμβολίζουν απλά κάτι αφηρημένο, είναι η διαυγής ενσάρκωση ενός βήματος στον κόσμο τον πραγματικό. Ενός βήματος είτε προηγούμενου, είτε επόμενου, εκατέρωθεν της πολλής  περίσκεψης και της ανάλυσης, που καταντούν προσβλητική φλυαρία. Το προηγούμενο βήμα, ως αστόχαστη νεανική εξέγερση, γεμάτη δίκια και ορμόνες, το επόμενο ως ώριμη κατάκτηση εκείνης της αλήθειας που αδυνατούν να σου πούνε άλλο οι λέξεις και τα σοφίσματα. Πως δηλαδή ο τελικός λόγος σ' αυτή την έλικα είναι ο ίδιος με τον αρχικό: μια ελευθερία που ζητά μερτικό στην πράξη. Η σύγκρουση, το πάλεμα, σε όποια έκφανση κι αν αρμόζει στην κάθε ιδιοσυγκρασία (με τη γραφή, με τ' όπλο, με τη στήριξη, με την οργάνωση), είναι το ήθος εκείνο που βάζει σφραγίδα και καθιστά το Λόγο κοινωνό αλήθειας και όχι ξεψύχισμα ανάσας ή νου.

Μιλώ, φυσικά, για τους ανθρώπους εκείνους που στέκονται ακόμα όρθιοι, επιμένοντας δίχως πολλές βεβαιότητες - ή ακόμα χειρότερα μολυσμένοι με πολλές αμφιβολίες - κόντρα στην απελπισία και στον ίδιο τους τον εαυτό. Ορμώμενοι σε δράσεις κι αντιδράσεις, σε προσφορές, σε οργανώσεις. Οι ψυχές ετούτες λένε: να σωθεί κι αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο ένας, ας είναι κι ο τελευταίος, έστω. Ακόμα κι έτσι αρκεί. Αξίζει χίλιες ζωές, ετούτη η αμοιβή. Χίλιες ζωές δικές του, εννοεί βεβαίως ο αγωνιστής, κι όχι χίλιες σφάγιων σφαγές.

Αλλά μιλώ και για εκείνα τα παιδιά (και όχι μόνο), τα οποία ενάντια σε κάθε φλύαρη ένσταση και στο σώμα τους το ίδιο, χέρι με χέρι, ρίχνονται στο δρόμο και στις πλατείες, ρίχνονται στην πρώτη γραμμή και στα χημικά, καταπιάνονται με την οχύρωση ενός τόπου ή τη λευτέρωσή του, ενός τόπου υπαρκτού κι όχι φαντασιακού. Πορεύουν δηλαδή στο πεζοδρόμιο κι όχι στα περιθώρια των σελίδων, προτάσσουν στήθη κι όχι ρητορείες που μεταθέτουν την ευθύνη. Ενίοτε εκτροχιάζονται, ενίοτε αστοχούν. Και τι να λέει αυτό; τι να λέει, δηλαδή, από μόνο του; Τι να λέει σε μια κοινωνία που 'χει τη μετοχή γι' αρρώστια; Στα παιδιά αυτά οφείλουμε εκείνο το δρόμο, την πορεία ή τη γειτονιά, που καθάρισαν από τον ασύδοτο φασισμό των ίσκιων. Καθάρισαν, φυσικά, όχι δια μαγείας, παρά με την ανδρεία και το στυλιάρι. Γιατί το φασιστικό μαχαίρι κόβει καλύτερα όταν κόβει μουλωχτά και δε θα το μάθεις στα πρωινάδικα, την επομένη. Τα κορμιά, όμως, βιάζονται αδιαλείπτως. Τα κορμιά των απανταχού αδύναμων, που τα 'χει καταβροχθίσει η αφάνεια, πολύ πριν τα μυριστεί ο θάνατος. Κάποτε, μια πιτσίλα αίματος στο πεζοδρόμιο σηκώνει κάποιο ντόρο. Μα θες τα στοιχεία είν' ασαφή, θες οι φωτογραφίες είναι θαμπές, θες ν' αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της. Όμως της τελευταίας ο ήλιος είναι κυρίως νοητός και τον τραγουδούμε στις γιορτές, αντιθέτως με τον κώλο της που χάσκει απτός κι ορθάνοιχτος, και τον βατεύουμε σε βάση καθημερινή. Οι πετσοκομμένες ζωές δεν μας αρκούν, ως εκκωφαντικές αποδείξεις. Οι άσημες δολοφονίες και τα μολωπισμένα βλέμματα δεν είναι ήλιοι να καίνε, δεν είναι καν μαγκάλια, είναι πειστήριο Α κύριε πρόεδρε και κατάθεσις Β κύριε εισαγγελεύ. Ποιος είναι εκεί νομίζεις να παλέψει, σαν πέσει σύρμα, σα βγαίνει ο Χάρος παγανιά, εννοείται παγανιά φασιστική; Ο πολιτικός ή μήπως ο αστυνόμος;;

Μα κι η «τρομοκρατία», η τυφλή αυτή κόρη, όταν φυσικά δεν είναι κατευθυνόμενη με καλοπληρωμένους ασφαλίτες, ακόμα κι αν είμαι παντελώς αντίθετος με την αλλοτριωμένη της δράση και τον καλυμμένο της ναρκισσισμό, ακόμα κι αυτή έχει πολλά να πει σε μας τους φρουφρούδες, με τ' αρώματα. Οι άνθρωποι αυτοί ιπποτικοί και large ή απεχθείς και κακομαθημένοι, απαιτώντας φόρο στις ζωές των άλλων, ωστόσο ισοβαρώς λογίζουν και τη δικιά τους τη ζωή, στα ίσα, δίχως να περιμένουν τόκους και μερίσματα. Ποια συναλλαγή στέκεται τιμιότερη από αυτή;

Αλλά ακόμα και μέσα στην απέχθειά του, ακόμα κι ο αμετανόητος ιδεολογικά φασίστας ή ο εθνικιστής, αυτός που δεν είναι απλό λαμόγιο και μπράβος της νύχτας, αλλά μέσα στην τύφλα του και την κρανίου τρικυμία, μέσα στο βιασμένο του ερωτισμό και τον ευνουχισμό του νου ψάχνει να υπηρετήσει κάτι πέρα απ' τον ίδιο του τον εαυτό, που θεωρεί χρέος ν' αγωνιστεί για κάτι που τον ξεπερνά, αυτή ακριβώς η ιδιότητά του μου προκαλεί το μεγαλύτερο τρόμο, μα και το δέος. Δεν μπορώ παρά ν' απεχθάνομαι το ήθος του, μα παράλληλα αναδύεται η θλίψη μιας απώλειας: δεν είναι κρίμα, ρε αδερφέ, τόσο πείσμα, τόση ψυχή, να πηγαίνουν στράφι, να εξαντλούνται στην καταστροφή και το θάνατο; Δεν είναι τόσο μα τόσο λάθος - μια εκκωφαντική, ματοβαμμένη παραφωνία - τόσοι άνθρωποι βέβαιοι και πεισμωμένοι, να μην στέκονται στο πλευρό μας, ως σύμμαχοι, ως συνδημιουργοί, ως αδέρφια;

Επειδή, λοιπόν, τα πάντα κρίνονται στο δρόμο - με την έννοια πως στο δρόμο κοινωνούμε αν κοινωνείται κάτι κι όχι πίσω απ' τις κλειδωμένες ξώπορτες - αναγνωρίζω στους ανθρώπους αυτούς μια ποιότητα αδιαπραγμάτευτη. Έτσι η κριτική που σφοδρά θ' ακολουθήσει γίνεται μάλλον από υπερβολική αγάπη ή έστω σεβασμό για ό,τι πολύτιμο σπαταλιέται - κατά τη γνώμη μου - άκαρπα, για ό,τι σπάνιο και ακριβοθώρητο εξατμίζεται σαν δροσιά στους πέντε ανέμους, αφήνοντας τις ασφάλτους και τις καρδιές των πολλών απότιστες. Να τη μπολιάσεις τη μηλιά με μήλα, το πάλι μήλα θα σου δώσει. Κι όμως, θέλει στ' ανόμοιο να παλέψεις για μια θέση, αν θες να δεις κάτι καινούργιο. Τότε θ' ανθίσει ο κόσμος και θα γεμίσει με καρπούς. Αυτά είναι τα σωστά μπολιάσματα, τα ετερόκλητα. Γι' αυτό απεχθανόμαστε τα στεγανά, τουλάχιστον οι λεύτεροι. Μα όχι περιμένοντας τον κόσμο, πότε να πάρει απόφαση, αλλά να ξεχυθούμε εμείς μέσα στον κόσμο, γεμάτοι απ' τις σοδειές που επαγγελόμαστε. Όμως, τόσο μα τόσο εγωιστές, μέσα στα δίκια μας και στ' άδικά μας, ακόμα και τους ομοίους με φειδώ καταδεχόμαστε.