Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Πολιτική με Πολίτες (Μέρος 1ο)

«(...) Έτσι κανένα κράτος, όσο δημοκρατική κι αν είναι η μορφή του, ακόμη και η πιο κόκκινη πολιτική δημοκρατία, λαϊκό μόνο με την έννοια αυτού του ψεύδους που είναι γνωστό με το όνομα της αντιπροσώπευσης του λαού, δεν είναι σε θέση να δώσει στο λαό αυτό που έχει ανάγκη, δηλαδή την ελεύθερη οργάνωση των ίδιων του των συμφερόντων, από κάτω προς τα πάνω, χωρίς καμιά ανάμιξη, προστασία ή καταναγκασμό από τα πάνω, γιατί κάθε κράτος, ακόμη και το πιο δημοκρατικό, ακόμη και ψευδολαϊκό, όπως το κράτος που φαντάζεται ο κ. Μαρξ, δεν είναι τίποτε άλλο, στην ουσία του, από την διακυβέρνηση των μαζών, από πάνω προς τα κάτω, από μια σοφή και γι’ αυτό το λόγο προνομιούχο μειοψηφία, που ισχυρίζεται ότι καταλαβαίνει καλύτερα τα πραγματικά συμφέροντα του λαού απ’ ό,τι ο ίδιος ο λαός» (Μ. Μπακούνιν, "Κρατισμός και Αναρχία")

Στα προηγούμενα, θεώρησα δεδομένο ότι έλλειψη αυτοδυναμίας και ακυβερνησία δεν είναι έννοιες ταυτόσημες ή ισοδύναμες, στο βαθμό που τα κόμματα έχουν την επιλογή της συνεργασίας ή του συνασπισμού. Όμως, όπως καλά το γνωρίζουμε, τα κόμματα συνήθως παραμένουν αδιάλλακτα και αρνούνται οποιαδήποτε συνεργασία, είτε για λόγους ιδεολογικούς (δεν είναι δίκαιο ν’ αρνηθούμε πχ. στο κομμουνιστικό κόμμα την αξιωματική του αντίθεση στα δύο «μεγάλα» κόμματα), είτε για λόγους μικροπολιτικούς και δημιουργία εντυπώσεων. Είναι έτσι λογικό να οδηγηθούμε στην παραδοχή, πως ένα σύστημα απλής αναλογικής σπάνια θα επιτύγχανε αυτοδυναμίες, συνεπώς δύσκολα θα οδηγούμασταν σε επίτευξη ουσιαστικού νομοθετικού έργου. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, δεν είναι καθαρή συνεπαγωγή. Θέλω να πω: θα μπορούσε μια κυβέρνηση να μην είναι αυτοδύναμη – να κατέχει δηλαδή λιγότερες από 151 έδρες – κι ωστόσο σε περίπτωση που κατέθετε ένα δίκαιο και λειτουργικό νομοσχέδιο, το τελευταίο να υπερψηφιζόταν ακόμη κι από βουλευτές άλλων κομμάτων. Αυτό θα προϋπόθετε πως και οι 300 βουλευτές θα ψήφιζαν κατά... συνείδηση και όχι σαν τα πρόβατα, καθοδηγούμενοι από τον κομματικό τους ποιμένα. Μεγάλες προσδοκίες κι όνειρα θερινής νυχτός! Φτάσαμε, λοιπόν σε αδιέξοδο; Απ’ τη μία ζητάμε απλή αναλογική κι απ’ την άλλη η πραγματικότητα αδήριτη, μας αναγκάζει να παραδεχτούμε πως θα καταλήγουμε συνεχώς σε ασυμφωνίες και παρατεταμένη ακυβερνησία; Γιατί, βέβαια, στην εποχή μας φαντάζει ιδιαίτερο τολμηρό να ονειρευτεί κανείς ποσοστά άνω του 50%, δια της απλής αναλογικής.

Αλλά ακόμα κι έτσι, αν δηλαδή το 50% ήταν εφικτό, θα οδηγούμασταν ξανά στα αδιέξοδα που επιφέρει η σύγκλιση των δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής) στα χέρια μίας και της αυτής κλίκας. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να αναζητούμε δικαιότερα εκλογικά συστήματα, τα οποία όμως θα εξακολουθούν να είναι φορείς των ίδιων προβλημάτων και αδιεξόδων. Σε πρώτη φάση, αυτό που αναζήτησα ήταν τρόπους να επαναδραστηριοποιηθεί ο πολίτης. Σε δεύτερη φάση, βαθύτερα, ακόμη και η απλή αναλογική δε λύνει μερικά από τα ενδογενή προβλήματα του πολιτεύματός μας, δηλαδή της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Εδώ έρχεται το δημοψήφισμα. Μέχρις εδώ, όσα είπα, πάνω κάτω, τα είχα ξαναπεί. Να περάσω ένα βήμα μπροστά.

Ν’ αλλάξει ο Μανωλιός

Η πρόταση μου είναι ο ρόλος της Βουλής από αυστηρά νομοθετικός να γίνει χαλαρά νομοθετικός. Δηλαδή, να συνεχίσει να λειτουργεί όπως και σήμερα για ζητήματα ήσσονος σημασίας, αλλά για μείζονα θέματα να έχει ρόλο νομοσχεδιαστικό ή νομοπαρασκευαστικό. Από εκεί και πέρα, το νομοθετικό έργο θα εναποτίθεται στα χέρια του άμεσα ενδιαφερόμενου, δηλαδή του ίδιου του λαού. Η πρότασή μου αυτή προχωράει λίγο πιο τολμηρά, σε σχέση με τα δύο ή τρία δημοψηφίσματα το χρόνο, για τα οποία έγραψα σε προηγούμενη ανάρτηση. Μιλάω για σταθερό και συνεχές νομοθετικό ρόλο και έργο. Μιλάω για μόνιμα εκλογικά κέντρα, τα οποία θα λειτουργούν αδιαλείπτως καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και κανονικότατα σαν οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία. Μέσα στη διάρκεια ενός μήνα, οι πολίτες θα έχουν το δικαίωμα (υποχρέωση;), να μελετήσουν τους προς ψήφιση νόμους και να εξασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, ανά πάσα ώρα και στιγμή ευκαιρήσουν, έως και το τέλος του μήνα. Τα χρονικά περιθώρια είναι απλώς ενδεικτικά. Θα μπορούσαν να υπάρχουν περίοδοι επιτακτικές, όπου μια ψηφοφορία θα έπρεπε να ολοκληρωθεί σε λίγες ημέρες και περίοδοι νομοθετικά «νεκρές» όπου θα μπορούσαν τα περιθώρια ν’ αυξηθούν στους δυο μήνες. Την οργάνωση των εκλογικών κέντρων και το κατά πόσο θα μπορούσε η τεχνολογία να επιταχύνει τις διαδικασίες, θα το εξετάσω αργότερα.

Δεν ήξερες... δε ρώταγες;

Αλλά ανάμεσα στην πρόταση ενός νομοσχεδίου και το δημοψήφισμα, υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα, το οποίο δημιουργείται από την άγνοια του «μέσου» πολίτη για τα διάφορα ζητήματα, φλέγονται και μη. Καίρια η σημασία και ο ρόλος της έγκυρης και σωστής ενημέρωσης. Και φυσικά, κάθε άλλο παρά συνετό θα ήταν να την αφήσουμε στα χέρια της κρατικής τηλεόρασης ή – πολύ χειρότερα – στα χέρια της ιδιωτικής ή του τύπου. Εδώ έρχεται η επόμενη πρόταση.

Για κάθε ξεχωριστό τεχνικό ζήτημα: οικονομικό, περιβαλλοντικό, εκπαιδευτικό, ασφαλιστικό, κλπ. προτείνω να υπάρχει και μια ξεχωριστή επιτροπή εμπειρογνωμόνων. Σε γενικές γραμμές – θα αναλύσω παρακάτω – ο ρόλος μια επιτροπής θα είναι να μελετά το προτεινόμενο νομοσχέδιο, να το ερμηνεύει και ουσιαστικά να εκλαϊκεύει την ερμηνεία του αυτή. Να το καθιστά κατανοητό και προφανές, αν είναι δυνατόν και σ’ ένα παιδί. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να παρουσιάζεται με τη μορφή σύντομων ερωτήσεων–απαντήσεων, όπως συχνά συμβαίνει να διαβάζουμε σε εφημερίδες για πολλά σημαντικά ζητήματα, που φαντάζουν εν πρώτοις πολύπλοκα και μπερδεμένα. Θα μπορούσαν να συνοδεύονται από φωτογραφίες, χάρτες, διαγράμματα, ώστε να καθίστανται ακόμα πιο άμεσα αντιληπτά. Κατόπιν το νομοσχέδιο, εκλαϊκευμένο πια, θα τυπώνεται απ’ το τυπογραφείο του κράτους και θα μοιράζεται μέχρι και το τελευταίο χωριό, όπως ακριβώς και τα ψηφοδέλτια (θα μπορούσαμε ακόμη και να υποχρεώσουμε τις ιδιωτικές εφημερίδες να συνδράμουν στο στόχο αυτό).

Δεν έχει «αλλά»;

Εδώ τίθενται δύο σοβαρές παράμετροι: πρώτον, πώς θα γίνει οι επιτροπές αυτές να μην είναι κατευθυνόμενες και δεύτερον πώς θα γίνει οι επιτροπές αυτές να συμφωνούν σε ένα κείμενο, δηλαδή σε μια και μόνο ερμηνεία του νόμου. Ας εξετάσουμε αυτά τα δύο.

Η Ελλάδα είναι ήδη χωρισμένη σε 52 ευρύτερες διοικητικές περιφέρειες, τους γνωστούς νομούς. Προτείνω, λοιπόν, κάθε επιτροπή να αποτελείται από 52 αντιπροσώπους, έναν από κάθε νομό. Οι αντιπρόσωποι αυτοί δε θα είναι ούτε πολιτικάντηδες, ούτε τυχάρπαστοι, αλλά θα πρόκειται για ειδήμονες σε καθένα από τα ξεχωριστά τεχνικά ζητήματα, στα οποία θα αφορά ένα νομοσχέδιο και θα καλείται η αντίστοιχη επιτροπή να εκλαϊκεύσει. Αυτοί θα επιλέγονται από κάθε νομό, είτε με κλήρωση ίσως από μια λίστα με όσους έχουν δηλώσει αυτοβούλως την επιθυμία συμμετοχής τους (και πληρούν φυσικά κάποιες προδιαγραφές), είτε – σε περίπτωση έλλειψης μελών – με επίταξη αυτών, ακριβώς όπως συμβαίνει με τις εφορευτικές σήμερα. Η θητεία των επιτροπών αυτών θα μπορούσε να διαρκεί είτε ακριβώς όσο κι εκείνη της κυβέρνησης, είτε λιγότερο (πχ. ετήσια) για την αποφυγή δημιουργίας ιδιαίτερων ομάδων συμφερόντων, εντός της. Άρα μιλάμε για επιτροπές κληρωτές (όχι αιρετές) και με συγκεκριμένη θητεία.

Π.χ.

Ας υποθέσουμε λοιπόν, για παράδειγμα, πως κατατίθεται από την κυβέρνηση ένα καινούργιο νομοσχέδιο, που αφορά ας πούμε στην αναγνώριση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Εδώ η Βουλή θα μπορούσε να μην έχει κανέναν απολύτως λόγο! Το νομοσχέδιο θα περνάει αμέσως, στην αρμόδια επιτροπή για τα εκπαιδευτικά ζητήματα. Οι 52 κληρωτοί αντιπρόσωποι θα είναι άνθρωποι από το χώρο της παιδείας, όχι όμως με αυστηρή οριοθέτηση ειδικοτήτων: θα μπορούσε να είναι ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί οποιασδήποτε βαθμίδας, παλαιότεροι υπουργοί παιδείας, τέλος πάντων άνθρωποι που θα μπορούσαν να έχουν λόγο μεστό και αντίληψη στα εκπαιδευτικά ζητήματα. Η επιτροπή αυτή θα μελετάει το σχέδιο νόμου αλλά ο ρόλος της θα είναι καθαρά ερμηνευτικός, δηλαδή δεν θα έχει καμία απολύτως άλλη δικαιοδοσία επί του νομοσχεδίου.

Χαμένοι στη μετάφραση

Ας υποθέσουμε τώρα πως (πολύ λογικά) κατά την ερμηνεία του νόμου, εμφανίζονται διαφωνίες, παρεξηγήσεις, αντιρρήσεις και παρερμηνείες, εντός της επιτροπής. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι το νομοσχέδιο δεν αντιλαμβάνεται ή αποφεύγει δεδομένες αντισυνταγματικές παραμέτρους του ζητήματος των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Προτείνω η εκάστοτε «επικρατούσα» ερμηνεία να είναι εκείνη στην οποία συμφωνεί η σχετική πλειοψηφία της επιτροπής. Παρ' όλα αυτά, η επιτροπή θα δικαιούται σε πρώτη φάση να ζητήσει, επί μέρους, διασαφηνίσεις από το Υπουργείο Παιδείας. Αν παρ’ όλα αυτά οι διασαφηνίσεις αυτές δεν είναι επαρκείς για να επιλύσουν τις διαφωνίες τότε η επιτροπή θα περνάει, ούτως ή άλλως, στην επόμενη φάση, δηλαδή όπως προανέφερα θα συντάσσει ένα βασικό ερμηνευτικό κείμενο, αυτό στο οποίο θα συμφωνεί η σχετική πλειοψηφία των 52 ειδικών και το οποίο δε θα περιέχει όμως καμία κρίση επί του νομοσχεδίου. Θα εκλαϊκεύει απλά το πνεύμα και τις προθέσεις του.

Έτσι θα μπορεί να συμβαίνει το εξής: ενώ κάποιο μέλος της επιτροπής, σαν άτομο, θα μπορούσε να διαφωνεί αντιδιαμετρικά με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ωστόσο εδώ θα είναι υποχρεωμένο απλά να κατανοήσει και να εξηγήσει με απλά λόγια τη θέληση της κυβέρνησης, αυτή και μόνον αυτή. Για παράδειγμα: «Σκοπός του νομοσχεδίου για την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι ο εναρμονισμός της ελληνικής νομοθεσίας με το αντίστοιχο Κοινοτικό πλαίσιο κι επιπλέον να συμβάλλει στον γόνιμο ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, στην αναβάθμιση όλων των πανεπιστημίων, ακόμη και των κρατικών. Για να το πετύχουμε αυτό και μπλα-μπλα-μπλα». Κατόπιν η εκλαϊκευμένη πλέον ερμηνεία θα παίρνει την έγκριση του Υπουργείου και θα είναι έτοιμη προς διάθεση. Κι εδώ τελειώνει η πρώτη φάση.

Γελάει καλύτερα...

Στη επόμενη φάση τώρα – κι εδώ είναι το ζουμί – θα έχουν το δικαίωμα τα μέλη της επιτροπής των ειδικών, είτε ομόφωνα, είτε οποιουδήποτε πλήθους υποομάδα τους, είτε ακόμη και ατομικά – ένα μονάχα μέλος της! – να αναρτούν μαζί με το νομοσχέδιο και με τον ίδιο εκλαϊκευμένο τρόπο, τις δικές τους πεποιθήσεις σχετικά με αυτό, θετικές, αρνητικές ή οτιδήποτε άλλο! Το σημείο αυτό είναι φυσικά και το καθοριστικό της διαδικασίας, εφόσον εξασφαλίζει στον πολίτη την πληρέστερη και αντικειμενικότερη ενημέρωσή του. Κι αυτό γιατί θα μπορεί πλέον, ακόμη και το τελευταίο μέλος της επιτροπής, να έχει λόγο διαφωνίας και, βεβαίως, δυνατότητα ανάλυσης κι επιχειρηματολογίας. Ισότιμα, ελεύθερα και γιατί όχι και ανώνυμα. Τι στα κομμάτια ειδήμονες θα ήταν, αν δεν περιμέναμε από αυτούς ετούτο το κάτι παραπάνω; Στο τέλος κι αυτής της φάσης, το πλήρες ερμηνευτικό κείμενο, μαζί με τις κρίσεις και τις επικρίσεις, θα παρέχεται πια έτοιμο προς τους ψηφοφόρους, ώστε να μπορέσουν οι τελευταίοι να σχηματίσουν τη δική τους άποψη, λαμβάνοντας υπόψιν όσο είναι δυνατόν μία πληρέστερη εικόνα.

Όταν λοιπόν ο ψηφοφόρος θα καλείται να αποφασίσει, θα έχει τις εξής επιλογές: ΝΑΙ – συμφωνώ με το νομοσχέδιο, ΟΧΙ – το απορρίπτω. Στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε προαιρετικά (ή υποχρεωτικά) να του παρέχεται η δυνατότητα να επιλέξει και την αντίστοιχη αντίρρηση της επιτροπής, η οποία τον έκανε να απορρίψει το νομοσχέδιο. Για παράδειγμα, το ψηφοδέλτιο θα μπορούσε να έχει ως εξής:

--- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- ---

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ
ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

[ ] ΝΑΙ – Συμφωνώ
[ ] ΟΧΙ – Διαφωνώ

ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΑΣ

[ ] Είναι αντισυνταγματικό.
[ ] Θα οδηγήσει στην υποβάθμιση των κρατικών πανεπιστημίων.
[ ] Ποσοστό του ελληνικού χρήματος θα διαρρέει προς το εξωτερικό.
[ ] Άλλοι λόγοι, κλπ.

--- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --- ---

Φυσικά, σε περίπτωση διαφωνίας θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει περισσότερες της μίας επιλογές. Στη συνέχεια κι εφόσον το νομοσχέδιο δε θα έχει χαρεί τελικά την αποδοχή του 50% τουλάχιστον των ψηφοφόρων, η κυβέρνηση θα υποτάσσεται στην οριστική πια λαϊκή απόφαση (δηλαδή, οι αντιπρόσωποι στους εντολοδόχους τους, όπως και η λογική επιτάσσει). Ο νόμος θα αποσύρεται ή θα επαναπροσδιορίζεται. Σε αυτό το τελευταίο, θα βοηθούσε αν οι πολίτες προσδιόριζαν όντως στο ψηφοδέλτιο και τους λόγους της διαφωνίας τους. Θα μπορούσαν οι πολίτες, έμμεσα, να υποχρεωθούν σε αυτό, καθιστώντας έγκυρες από τις αρνητικές ψήφους μόνον όσες έφεραν συμπληρωμένο και έναν τουλάχιστον λόγο άρνησης. Τότε, θα μπορούσαν να καταμετρούνται ξεχωριστά οι διάφοροι λόγοι διαφωνίας κι από αυτούς να λαμβάνονται υπόψιν, εκείνοι που καλύπτουν τουλάχιστον ένα ποσοστό των ψήφων των διαφωνούντων (πχ. το 50%).

Αν, δηλαδή, από όσους απάντησαν «όχι» στο ψηφοδέλτιο, το 50% θεωρεί πως αρνήθηκαν το νομοσχέδιο γιατί είναι πχ. αντισυνταγματικό τότε η «αντισυνταγματικότητα» θα θεωρείται επίμαχο «κατά μείζονα λόγο» σημείο. Στην περίπτωση αυτή αν η κυβέρνηση δεν καταφέρει να εναρμονίσει το νομοσχέδιο με το Σύνταγμα (και όχι το αντίθετο! :–) το νομοσχέδιο θα αποσύρεται, διαφορετικά θα διορθώνεται με γνώμονα τη λαϊκή βούληση και θα επανα-προτείνεται προς δημοψήφισμα. Στο σημείο αυτό και προκειμένου να αποφύγουμε επανειλημμένα, χρονοβόρα κι επιζήμια δημοψηφίσματα, θα μπορούσαμε ίσως να δώσουμε στις ερμηνευτικές επιτροπές τη δικαιοδοσία να απορρίπτουν ένα επανα-προτεινόμενο, «διορθωμένο» νομοσχέδιο, αν η απόλυτη πλειοψηφία της θεωρεί πως η «διόρθωση» δεν αφορά στο πνεύμα του νόμου, αλλά στο γράμμα (πχ. το υπουργείο απλά επαναδιατύπωσε δυο–τρεις φράσεις με άλλα λόγια, μα το νόημα παραμένει το ίδιο).

1 σχόλιο:

  1. Μια σκέψη: αν αντί για επιτροπές εναποθέταμε τον ίδιο ρόλο στο υπάρχον νομοθετικό όργανο, δηλαδή στη Βουλή; Όταν η τελευταία δε θ' ασκεί το νομοθετικό έργο που της επιτρέπεται, τότε θα επιφορτίζεται με την ευθύνη της παρουσιάσης των νομοσχεδίων στο λαό. Ό,τι δηλαδή περιέγραψα παραπάνω: ερμηνεία, εκλαΐκευση, αντιρρήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή